Από το σημείο που βρισκόμασταν και προς τα νότια, ξεκινούσε μια πανέμορφη διαδρομή μέσα σε Εθνικά Πάρκα, αρχαία δάση, θορυβώδη ποτάμια και γαλάζιες λίμνες. Δε βλέπαμε την ώρα να κατευθυνθούμε προς τα εκεί...
Ακόμη ήμασταν υπό την επήρεια της προηγούμενης, απίστευτης μέρας όταν ξεκινήσαμε για να βγούμε πάλι στον RN40. Η πληροφορία που μας είχε δώσει κάποιος στα σύνορα για τον δρόμο που έπρεπε να πάρουμε, φάνηκε μάλλον σωτήρια για τις κουρασμένες πλάτες μας, αλλά κυρίως για τις αναρτήσεις του Κίτσου. Αντί να συνεχίσουμε λοιπόν πάνω στον RP6 και να βγούμε λίγο πιο νότια από το Chos Malal, ήταν προτιμότερο να μπούμε σ' έναν χωματόδρομο (που ίσα που διακρινόταν στον χάρτη) και να πάμε στο Andacollo. Από εκεί, λέει, ήταν όλο άσφαλτος. Ε, όποιος μας την έδωσε αυτή την πληροφορία, αν ποτέ διαβάσει αυτό εδώ το κείμενο, να ξέρει πως τον περιμένει κέρασμα μπύρα! Δεν το πιστεύαμε όταν επιτέλους πατήσαμε ξανά σε άσφαλτο (RP43) και ανοίξαμε το γκάζι.
Η “ομαλή” οδήγηση κράτησε σχετικά λίγα χιλιόμετρα και σύντομα ξαναβγήκαμε από τον RN40, αυτή τη φορά για να κατευθυνθούμε προς τα χωριά Caviahue – Copahue. Η διαδρομή πάνω στον RP27, τον δρόμο που περνάει από τον καταρράκτη “Salto del Agrio” και οδηγεί στους δυο μικρούς οικισμούς ήταν περίεργα μαγευτική: στο βάθος διακρίνονταν απειλητικές και άγριες οι χιονισμένες βουνοκορφές ανάμεσα από παχιά σύννεφα, ενώ ταυτόχρονα η ανθισμένη φύση με τα πορτοκαλιά της λουλούδια και το πράσινο χαλί που είχε στρωθεί παντού, μας καλοδεχόταν. Πού και πού καμιά αρχαία αροκάρια ξεπρόβαλλε και μας έκανε να νιώθουμε πως έχουμε πάει ταξίδι στον χρόνο. Όταν φτάσαμε στον καταρράκτη, μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Ούτε ο παγωμένος δυνατός άνεμος μας ένοιαζε, ούτε το σκοτάδι που θα απλωνόταν από στιγμή σε στιγμή. Περάσαμε τη νύχτα ακριβώς δίπλα στον καταρράκτη με τον βροντερό αλλά μονότονο ήχο του νερού να μας νανουρίζει.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε νωρίς. Η διαδρομή για το Copahue, το πιο απομακρυσμένο από τα δύο χωριά, σύντομα άρχισε να γίνεται όλο και πιο παράξενη: το τοπίο ήταν ηφαιστειακό και ανάμεσα στις τουρκουάζ λίμνες και τα μαύρα βράχια, ξεπετάγονταν θερμοί πίδακες. Η μυρωδιά θειαφιού ξάφνιαζε τις μύτες μας κάθε φορά που κόπαζε ο αέρας. Ο ορίζοντας άχνιζε από τους ηφαιστειακούς ατμούς ενώ ταυτόχρονα η άνοιξη φαινόταν πως είχε χάσει τον δρόμο της και πως εδώ ο χειμώνας κυβερνούσε ακόμη. Στην τελευταία στροφή, φάνηκε επιτέλους το χωριό και η έκπληξή μας ήταν τόση που φρενάραμε και καθίσαμε ακίνητοι και το χαζεύαμε για κάμποσα λεπτά. Τεράστιοι όγκοι παγωμένου χιονιού εμπόδιζαν τις πόρτες των σπιτιών με τις επικλινείς σκεπές, που δεν είχαν ανοίξει ακόμη για τη θερινή σεζόν. Στη μέση του χωριού, οι θερμές πηγές και οι πισίνες γεμάτες ιαματικά νερά και λάσπη, περίμεναν τους επισκέπτες οι οποίοι θα έρχονταν σε περίπου 2 μήνες (τον Ιανουάριο – κατακαλόκαιρο για το νότιο ημισφαίριο). Μπήκαμε στον πειρασμό να μείνουμε, αλλά οι ξενώνες ήταν ακόμα κλειστοί και το κρύο τόσο τσουχτερό, που ακόμα και το καταμεσήμερο έπρεπε να φορέσουμε όλα τα ρούχα που κουβαλούσαμε στις βαλίτσες μας. Η απόφαση πάρθηκε σβέλτα και συνεχίσαμε για το Caviahue, το χωριό που ήταν λίγο πιο χαμηλά.
Στήριξε το ταξίδι μας
Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!
Κάνε μια μικρή συνεισφορά
Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.
ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!To Caviahue – όμορφο κι αυτό, αλλά με μια ομορφιά όχι τόσο απόκοσμη και άγρια όσο το μικρό του αδέρφι – το προσπεράσαμε γρήγορα και σύντομα ξαναβγήκαμε στον κεντρικό. Αποφύγαμε να οδηγήσουμε πάνω στον RN40 γιατί μας είχαν πει πως είναι επίπονα βαρετός, οπότε συνεχίσαμε νότια, πάνω στον RP21 ώσπου φτάσαμε στο χωριό Las Lajas. Ξεπεζέψαμε στο δημοτικό κάμπινγκ και πριν καλά-καλά προλάβουμε να στήσουμε τη σκηνή μας, από μακριά ξεπρόβαλαν και ο Joe με τη Susie, οι δύο Βρετανοί ποδηλάτες που είχαμε γνωρίσει πριν λίγες μέρες. Εκείνοι είχαν ακολουθήσει άλλη διαδρομή, αλλά οι ρυθμοί που ταξιδεύουμε πιο εύκολα ταιριάζουν με εκείνους των ποδηλατών παρά με των μοτοσυκλετών και των διάφορων τετράτροχων. Δυο-τρεις ακόμη μέρες με καλό φαΐ, καλή παρέα και μπόλικο γέλιο και ήμασταν έτοιμοι να συνεχίσουμε.
Ενώ θα μπορούσαμε να κινηθούμε πάνω στον RN40, κάναμε ακόμα μία παράκαμψη και πήγαμε να δούμε ένα όμορφο (κατά κοινή ομολογία) χωριό: τη Villa Pehuenia. Αλλά δεν ήταν τόσο το ίδιο το χωριό που μας μάγεψε, όσο η φύση γύρω του! Αφήσαμε πίσω μας την Villa Pehuenia και συνεχίσαμε στον RP11, έναν χωματόδρομο που έκανε παράκαμψη στην παράκαμψη, μόνο και μόνο για να χωθούμε μέσα στο αρχαίο δάσος από αροκάριες (araucaria araucana) και να κοιμηθούμε δίπλα σ' ένα κρυστάλλινο ρυάκι, ολομόναχοι μέσα στη φύση.
Η επόμενη μέρα ήταν από αυτές που με χαρά θα σβήναμε από τη μνήμη μας, αν γινόταν. Ο δρόμος από εκεί που ήμασταν ως το Junin de los Andes, την επόμενη πόλη που υπολογίζαμε να μείνουμε, είχε μετατραπεί σε εργοτάξιο. Έργα διεύρυνσης, ασφαλτόστρωσης και γενικότερα, βελτίωσης του οδοστρώματος, έκαναν το ταξίδι εφιάλτη. Νταλίκες, μηχανήματα και κάθε λογής οχήματα ήταν σαν να είχαν βαλθεί να μας κάνουν να καθυστερήσουμε. Και τα κατάφεραν. Φτάσαμε αργά στην απόλυτα τουριστική κωμόπολη, βρήκαμε το κάμπινγκ όπου θα μέναμε για ένα-δυο βράδια, το πληρώσαμε κάπως πιο ακριβά από τα συνήθη κάμπινγκ που επιλέγαμε και σύντομα συνεχίσαμε την πορεία μας προς τα νότια.
Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;
Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!
Ξανά στον RN40, που πλέον είχε σταματήσει να είναι μονότονος και βαρετός. Το San Martin de los Andes, μια τουριστική κωμόπολη δίπλα στη λίμνη Lacar, ήταν ο επόμενος προορισμός μας. Από εκεί ξεκινάει η γνωστή Διαδρομή των 7 Λιμνών (Camino de los 7 Lagos), που όπως είναι σαφές και από το όνομά της, περνάει ανάμεσα από εφτά βασικές λίμνες, μερικά ποτάμια και κάμποσα ρυάκια. Το τέλος της διαδρομής αυτής, είναι η Villa la Angostura, όμως υπάρχουν ένα σωρό επιλογές άλλων, μικρότερων διαδρομών παράλληλα με την κύρια. Μία από αυτές επιλέξαμε κι εμείς για τη συνέχεια. Πήραμε τον RP63 και κατευθυνθήκαμε προς το Paso Cordoba, ένα ορεινό πέρασμα μέσα σε ένα σχεδόν ανέγγιχτο φυσικό τοπίο κι από εκεί (μετά από μια διανυκτέρευση στη σκηνή μας, πάνω στη συμβολή των ποταμών Limay και Traful) ξανά στον RN40 μέσω του RP65.
Η συνέχεια του ταξιδιού είχε μια απόλυτα προβλέψιμη πορεία, που ωστόσο κατέληξε σε μια σχετικά απρόβλεπτη απόφαση – η οποία, μόνο απρόβλεπτη δεν ήταν, αλλά τότε ακόμη δεν το ξέραμε. Και για να μην μπερδεύουμε πολύ τα πράγματα, είναι μάλλον η ώρα να αναφέρω κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία μας. Οι περιοχές που διασχίζαμε ήταν πανέμορφες, ωστόσο από ένα σημείο και μετά, το ταξίδι μας είχε αποκτήσει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: κάθε μέρα ήταν ίδια με την προηγούμενη. Είχαμε ξεχάσει σε ποια λίμνη ήμασταν, είχαμε μπερδευτεί για το ποια παραλίμνια πόλη θα επισκεπτόμασταν στη συνέχεια, είχαμε χάσει τις μέρες. Οι κάμερές μας είχαν γεμίσει με χιλιάδες φωτογραφίες, αλλά τα ημερολόγιά μας ήταν τελείως άδεια από ιστορίες. Κι αυτό γιατί βρισκόμασταν σε μια από τις πιο τουριστικές περιοχές της χώρας, όπου πλέον οι κάτοικοι της είχαν βαρεθεί να μετράνε ταξιδιώτες. Ευγενικοί και χαμογελαστοί όλοι τους, αλλά μέχρι εκεί. Οι διάλογοί μας εξαντλούνταν στο πόσο κοστίζει η διανυκτέρευση και στα περιεχόμενα του μενού. Ίσως αυτή η πλευρά της Παταγονίας να είναι ιδανική για διακοπές, για μία απόδραση από την καθημερινότητα των πόλεων, αλλά πλέον πολύ λίγα μπορούσε να προσφέρει στο δικό μας ταξίδι.
Στο διάσημο Bariloche, την τουριστική πόλη που θυμίζει Ελβετία ούτε καν μπήκαμε. Ο Κίτσος έκανε αδιαμαρτύρητα όσα περισσότερα χιλιόμετρα μπορούσε κι εμείς σιωπηλοί πάνω στη σέλα του διστάζαμε να φανερώσουμε ο ένας στον άλλο τις σκέψεις μας. Άλλη μια νύχτα στη σκηνή σε μια τοποθεσία απίστευτης ομορφιάς δίπλα στον ποταμό Villegas κι από εκεί, κατευθείαν στην μικρή πόλη Trevelin. Το πέρασμά μας από το Εθνικό Πάρκο Los Alerces ήταν γρήγορο – πολύ πιο γρήγορο απ' ό,τι υπολογίζαμε – αφού η τιμή του εισιτηρίου (στην περίπτωση που κοιμόμασταν μέσα στο πάρκο) ήταν τσουχτερή. Όταν την πληροφορηθήκαμε, ενημερώσαμε τους φύλακες πως είχαμε σκοπό μόνο να το διασχίσουμε και μας άφησαν να περάσουμε.
Το αρχικό μας πλάνο ήταν να συνεχίσουμε στην Παταγονία της Αργεντινής, πάνω στον RN40, μέχρι το Los Antiguos. Από εκεί, θα μπαίναμε στη Χιλή (στο Chile Chico) και θα συνεχίζαμε ακόμη πιο νότια, ως το τέλος της Carretera Austral – μια διαδρομή που το 2015 δεν είχαμε κάνει, αφού και τότε είχαμε φτάσει μέχρι το ίδιο σημείο και είχαμε στρίψει, με αντίθετη κατεύθυνση, ωστόσο. Οι μέρες που μείναμε στο ήσυχο κάμπινγκ του Trevelin ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν για να πάρουμε την πιο σωστή και ψύχραιμη απόφαση για τη συνέχεια του ταξιδιού μας. Ήμασταν πια σίγουροι πως δεν είχαμε ανάγκη από άλλες λίμνες, ποτάμια και δάση – για την ώρα. Θέλαμε ιστορίες με ανθρώπους και απρόβλεπτες καταστάσεις. Δε θέλαμε άλλες διακοπές. Όταν μετά από τέσσερεις μέρες ξαναβάλαμε μπρος τον Κίτσο, ξέραμε πολύ καλά πλέον προς τα πού θέλαμε να κατευθυνθούμε.