Περού (μέρος Β)

worldvespaΤαξίδιΣχολίασε

Ανακαλυπτοντας το Περου απ’ τη σελα της βεσπας! (μερος Β)

Οι μέρες στο Κούσκο περνούσαν, είχαμε ξεκουραστεί αρκετά πια και ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το επόμενο κομμάτι του ταξιδιού μας. Είχαμε αποφασίσει να αγνοήσουμε το χιλιοφωτογραφημένο Μάτσου-Πίκτσου και να πάμε στο ταπεινό κι άγνωστο “αδερφάκι” του, το Τσοκεκιράο (Choquequirao). Μια πόλη των Ίνκας που σχετικά πρόσφατα είχε γίνει προσβάσιμη στο κοινό και που μας είχαν “συστήσει” δυο Γάλλοι ταξιδιώτες που γνωρίσαμε στην Αργεντινή. Ένας απ’ τους λόγους που ο αριθμός των επισκεπτών που δέχεται το Τσοκεκιράο ετησίως είναι σαφώς μικρότερος απ’ αυτόν του Μάτσου-Πίκτσου, είναι και το δυσπρόσιτο της περιοχής όπου βρίσκεται.

Είχαμε ενημερωθεί για την τετραήμερη πεζοπορία και είχαμε αποφασίσει πως θα το προσπαθούσαμε. Το μονοπάτι για το Τσοκεκιράο ξεκινά απ’ το χωριό Κατσόρα και η απόσταση που οφείλει να διανύσει κανείς με τα πόδια για να φτάσει εκεί, είναι 22χλμ μοιρασμένα σε μια κατάβαση και μια ανάβαση ενός φαραγγιού που διασχίζεται απ’ τον ποταμό Apurimac. Είχαμε αρκετές αμφιβολίες για τη φυσική μας κατάσταση και για το πόσες μέρες θα χρειαστούμε εμείς για να πάμε ως εκεί (και να επιστρέψουμε απ’ τον ίδιο δρόμο – δηλαδή 44χλμ συνολικά), όμως αφού δε βιαζόμασταν κι αφού στον δρόμο μπορούσαμε να βρούμε φαγητό και νερό, δεν αγχωνόμασταν.

Το χωριό Κατσόρα, στο οποίο φτάσαμε την επόμενη μέρα ήταν ένα πανέμορφο μέρος, χαμένο μέσα σ’ ένα καταπράσινο τοπίο, ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά. Μάλιστα, όταν φτάσαμε πέσαμε πάνω σε μια γιορτή που εκτός από μουσική, χορό και φαγητό, περιλάμβανε κι ένα είδος αυτοσχέδιας ταυρομαχίας (αναίμακτης). Νοικιάσαμε δωμάτιο στον πρώτο ξενώνα που βρήκαμε κι αφού πήραμε οδηγίες απ’ τον ιδιοκτήτη του για το κοντινότερο εστιατόριο, αγνοώντας το σχόλιό του για μια Ελληνίδα που μένει μόνιμα στο χωριό, κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί. Μόνο όταν καθίσαμε στο εστιατόριο όπου μας είπαν ξανά για την Ελληνίδα που μένει στο χωριό, αρχίσαμε να παίρνουμε στα σοβαρά την πληροφορία. Μάλιστα, μια πελάτισσα μου είπε πως είχε τον αριθμό της και την πήρε τηλέφωνο.

Η έκπληξή μας ήταν τεράστια όταν στην άλλη άκρη της γραμμής, μια γυναικεία φωνή όντως απάντησε τελείως ελληνικά όταν την καλησπέρισα! Είχαμε συναντήσει Γάλλους, Γερμανούς, Βέλγους να ζουν σε διάφορα απομακρυσμένα μέρη της Λατινικής Αμερικής. Αλλά μια Ελληνίδα; Κανονίσαμε να βρεθούμε και σε λίγη ώρα το μυστήριο άρχισε να λύνεται! Η χαρά μας όταν τη γνωρίσαμε (όπως και η δική της), ήταν μεγάλη, γιατί δεν ήταν απλώς μια Ελληνίδα, ήταν μια εξαιρετικά συμπαθητική Ελληνίδα κι αμέσως βρήκαμε κοινά ενδιαφέροντα και θέματα για να συζητήσουμε, όχι μόνο για λίγες ώρες, αλλά για πολλές μέρες. Μαζί με την Ελληνίδα φίλη μας, γνωρίσαμε και μια ακόμη υπέροχη γυναίκα, τη Γιοβάνα, που μαζί με το σύζυγό της τον Jan και την κόρη τους, ζουν στο χωριό έχοντας ίσως το πιο όμορφο ξενοδοχείο της περιοχής. Η Γιοβάνα μας δάνεισε μπαστούνια για trekking και μας είπε πως θα χαρεί πολύ να μας φιλοξενήσει στο ξενοδοχείο της όταν γυρίσουμε απ’ την πεζοπορία.

Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε νωρίς, φορτώσαμε στο βεσπάκι τα πράγματα που θα είχαμε μαζί μας για τις επόμενες 4-5 μέρες και ξεκινήσαμε. Ο ήλιος δεν είχε σηκωθεί ακόμη και το πρωινό δροσερό αεράκι φυσούσε ευχάριστα στα πρόσωπά μας καθώς κατηφορίζαμε στον χωματόδρομο που οδηγούσε στην αρχή του μονοπατιού. Μετά από περίπου 10 χιλιόμετρα ο δρόμος σταματούσε και το μικρό καλύβι – εμπορικό κατάστημα – εστιατόριο που μας είχαν πει πως υπήρχε εκεί, μόλις είχε ανοίξει. Αγοράσαμε λίγα μπισκότα και συμφωνήσαμε με τον ιδιοκτήτη να μας προσέχει το βεσπάκι – έναντι μικρού φιλοδωρήματος – για τις μέρες που θα λείπαμε. Τέρμα τα ψέμματα! Το μονοπάτι ήταν εκεί, μπροστά μας και ήταν θέμα χρόνου πια να ξεκινήσει η κατάβαση στο φαράγγι. Οι μέρες που ακολούθησαν μέχρι να ξαναβρεθούμε στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε ήταν μια πραγματικά αξέχαστη εμπειρία που ούτε που φανταζόμασταν τη στιγμή που κάναμε τα πρώτα μας βήματα στο μονοπάτι.

Λίγη ώρα αφού ξεκινήσαμε το περπάτημα κι ενώ ο Στέργιος ήταν φορτωμένος με τον σάκο που περιείχε τη σκηνή, τους υπνόσακους, τα ρούχα και τις περισσότερες προμήθειες μας κι εγώ με τα υπόλοιπα πράγματά μας, μου έγινε σαφές πως οι επόμενες μέρες δε θα ήταν εύκολες. Ο δρόμος ξεκινούσε απ’ τα 3000μ υψόμετρο, κατέβαινε στα 1500μ και ξανανέβαινε στα 3000μ. Κι όλα αυτά σ’ ένα ευκρινές, ωστόσο ελαφρώς κακοτράχαλο κι αρκετά απότομο μονοπάτι. Ήδη απ’ τα πρώτα 5 χλμ, τα γόνατά μου είχαν αρχίσει να πονούν! Πλέον ανησυχούσα για το αν θα τα καταφέρω κι ο Στέργιος ανησυχούσε για το αν θα τον εκνευρίσω αρκετά με τα εκατοντάδες παράπονά μου για τα πονεμένα μέρη του σώματός μου. Ποτέ δε φημιζόμουν για την υπομονή μου, άλλωστε! Στις επίπονες εμπειρίες που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν τα αμέτρητα, αιμοβόρικα εντομάκια που πετούσαν γύρω μας και δεν έχαναν ευκαιρία να μας τσιμπήσουν σε κάθε εκτεθειμένο κομμάτι δέρματος! Άουτς!

Peru photos

Our first steps on the trail to Choquequirao / Τα πρώτα μας βήματα στο μονοπάτι για το Τσοκεκιράο)

Τον σωματικό μας πόνο όμως καταφέρναμε να τον ξεχνάμε για λίγο, κάθε φορά που σηκώναμε το βλέμμα απ’ το κακοτράχαλο μονοπάτι και αφιερώναμε μερικά λεπτά να θαυμάσουμε την απίστευτη θέα (και να πάρουμε και μια ανάσα). Η βλάστηση γύρω μας εντυπωσιακή! Βουνά καλυμμένα μ’ ένα καταπράσινο χαλί, απότομες πλαγιές και στο βάθος ο αέναος ήχος του νερού που κυλούσε. Ο κόσμος που περπατούσε στο μονοπάτι ήταν ελάχιστος και μόνο 2-3 πενταμελή γκρουπ τουριστών μαζί με τους ντόπιους οδηγούς και τα μουλάρια ους που κουβαλούσαν όλες τις αποσκευές, έκαναν την εμφάνισή τους κατεβαίνοντας βιαστικά την πλαγιά. Κι ενώ όλοι οι επισκέπτες – ακόμη και οι πιο γυμνασμένοι – έδειχναν σημάδια κόπωσης, οι ντόπιοι περπατούσαν στο μονοπάτι και μας προσπερνούσαν με τέτοια άνεση, που μας έκαναν να ντρεπόμαστε λίγο. Το πρώτο βράδυ κοιμηθήκαμε στον μικρό καταυλισμό πριν το ποτάμι. Το πλάνο ήταν να περάσουμε την επόμενη μέρα στην απέναντι πλευρά του φαραγγιού, να διανυκτερεύσουμε στα μισά της ανάβασης και τη μεθεπόμενη να φτάσουμε στον προορισμό μας. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά με πολλά δάκρυα πόνου κι απόγνωσης εκ μέρους μου (είπαμε, η υπομονή δεν είναι το δυνατό μου σημείο!).

Όταν πια διανύαμε τα τελευταία 4 χιλιόμετρα, έχοντας αφήσει στον τελευταίο καταυλισμό πριν τον αρχαιολογικό χώρο σχεδόν όλα μας τα πράγματα, ήταν σα να είχαν φυτρώσει φτερά στα πόδια μας. Η αγωνία και η προσμονή μας είχαν κορυφωθεί και πια δε νιώθαμε κούραση. Η βλάστηση τώρα ήταν πιο πυκνή, η υγρασία θύμιζε τροπικό δάσος και ανάμεσα στο πυκνό πράσινο των απέναντι πλαγιών άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα ίχνη των κτισμάτων των Ίνκας! Μέχρι που φτάσαμε στον κεντρικό αρχαιολογικό χώρο, στην “πλατεία” κι αντικρίσαμε επιτέλους τη χαμένη πόλη που σιγά-σιγά τα τελευταία χρόνια άρχισε να αποκαλύπτεται.

gray-quotation-marks-md Δύσκολο να περιγράψω το συναίσθημα.

Το “φτερούγισμα” στο στομάχι πλέον δεν ήταν απ’ την κούραση, αλλά απ’ τη συγκίνηση. Και…ήμασταν μόνοι! Μπορούσαμε να περιπλανηθούμε ανάμεσα στις τεράστιες πέτρινες κατασκευές, να ξαπλώσουμε στο χορτάρι στο πιο κεντρικό σημείο του χώρου και να απολαύσουμε τη σιωπή και τη συνάντησή μας μ’ έναν απ’ τους πιο σημαντικούς πολιτισμούς της Αμερικής! Όπως μας είχαν πει, στο Τσοκεκιράο δε φτάνουν παραπάνω από 80 άτομα ημερησίως κι αυτό μόνο την υψηλή τουριστική περίοδο. Είχαμε δικαιωθεί για την επιλογή μας να το επισκεφτούμε κι όσο κι αν πονούσαν τα πόδια και η πλάτη μας, δεν πείραζε καθόλου.

Peru photos

Hundreds of bites from tiny, though lethal insects (Choquequirao) / Εκατοντάδες τσιμπήματα από μικρά, όμως φονικά εντομάκια (Τσοκεκιράο)

Ο δρόμος της επιστροφής δε μας επιφύλασσε εκπλήξεις. Τα πονεμένα πόδια και η πλάτη, τα αιμοβόρικα έντομα που μας είχαν “κεντήσει” τα χέρια με τα εκατοντάδες τσιμπήματα τους, αλλά και το μοναδικά όμορφο τοπίο, όλα επαναλήφθηκαν για τα 22 χιλιόμετρα του δρόμου της επιστροφής. Όταν κοντεύαμε να φτάσουμε στο σημείο όπου είχαμε αφήσει τη βέσπα λίγες μέρες πριν, τα πόδια μου είχαν όλως παραδόξως σταματήσει να πονούν. Ανεβαίναμε τα τελευταία 2-3 χιλιόμετρα με ρυθμό έμπειρου περιπατητή. Αν κάποιος μας έβλεπε εκείνη τη στιγμή, σίγουρα θα είχε τη λανθασμένη εντύπωση πως η πεζοπορία για το Τσοκεκιράο είναι παιχνιδάκι! Μάλλον όμως, ο λόγος που είχαμε αναπτύξει τέτοια ταχύτητα ήταν επειδή αναζητούσαμε με αγωνία το μέρος όπου θα σωριαζόμασταν για να συνέλθουμε απ’ την κούραση! Είχαμε προβλέψει να ξυπνήσουμε και να αναχωρήσουμε απ’ τον τελευταίο καταυλισμό όπου διανυκτερεύσαμε πριν ξημερώσει, για να μη βασανιστούμε απ’ τη ζέστη και τα έντομα. Σχέδιο που τελικά στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, οπότε σύντομα ξαναντικρίσαμε το βεσπάκι που μας περίμενε κι ανηφορίσαμε προς το χωριό, για να συναντήσουμε ξανά τους φίλους μας και να ξεκουραστούμε.

Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;

Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!

 

Μείναμε άλλες δυο μέρες στην Κατσόρα, στο πανέμορφο ξενοδοχείο του Γιάν και της Γιοβάνας που μας φιλοξένησαν και περάσαμε πολλές ώρες μαζί και με την Ελληνίδα φίλη μας. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, οι διάφοροι μυικοί πόνοι μας είχαν περάσει, οι μπόλικες πληγούλες στα πόδια μας είχαν αρχίσει να κλείνουν και μόνο το αστείο πουά σχέδιο στα χέρια μας απ’ τα τσιμπήματα είχε μείνει να μας θυμίζει την αξέχαστη εμπειρία των προηγούμενων ημερών. Αποχαιρετίσαμε τους φίλους μας, υποσχεθήκαμε πως μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε και ξαναπήραμε τον ανηφορικό χωματόδρομο που οδηγούσε στον κεντρικό οδικό άξονα, μακριά απ’ την πανέμορφη κρυμμένη κοιλάδα.

Από εκεί, η συνέχεια του ταξιδιού μας είχε ως εξής: θα κατευθυνόμασταν νοτιοδυτικά προς την πόλη Νάσκα κι από ‘κει, θα συνεχίζαμε πλάι στον Ειρηνικό Ωκεανό για να φτάσουμε στην πόλη Αρεκίπα, που βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα απ’ την ακτή προς την ενδοχώρα. Ως συνήθως, δεν υπήρχε πιο σαφές πλάνο απ’ αυτό και το μόνο που είχαμε αποφασίσει στα σίγουρα, ήταν πως δε θ’ ανεβαίναμε προς τη Λίμα, την πρωτεύουσα του Περού. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που είχαμε έναν χρονικό περιορισμό στο ταξίδι μας. Το διαβατήριο του Στέργιου όδευε προς τη λήξη του και με βάση τους επιστημονικούς γεωγραφικούς-χαρτογραφικούς υπολογισμούς που πάντα κάναμε (χαχα), έπρεπε να τραβήξουμε προς Χιλή μεριά για να το ανανεώσουμε πριν ξεμείνουμε πουθενά.

Η διαδρομή μέχρι τη Νάσκα, ήταν πανέμορφη γιατί στο μεγαλύτερο μήκος της ταξιδεύαμε παράλληλα με τον ποταμό Apurimac, διασχίζοντας ένα καταπράσινο φαράγγι και περνώντας μέσα από όμορφα χωριουδάκια. Η ξεραΐλα ξεκίνησε όταν αρχίσαμε να κατεβαίνουμε απ’ τα βουνά και τότε συνειδητοποιήσαμε πως για πρώτη φορά μετά από αρκετούς μήνες, θα βλέπαμε θάλασσα. Από τα βόρεια της Αργεντινής που σκαρφαλώσαμε στις Άνδεις έως εκείνη τη μέρα, βρισκόμασταν σε υψόμετρο πάνω απ’ τα 2000 μέτρα. Πλησίαζε η στιγμή που θ’ αλλάζαμε ξανά το ζιγκλέρ της βέσπας, θα ξανατοποθετούσαμε το φίλτρο αέρα στη θέση του και δε θα χρειαζόταν πια να αγωνιώ αν θα πρέπει να σπρώξω τη βέσπα και να περπατήσω…

Σύντομα πια θα βλέπαμε τον Ειρηνικό Ωκεανό. Μετά από μια διπλή διανυκτέρευση λόγω ελαφράς δηλητηρίασης σ’ ένα χωριό, όπου μάλιστα δοκιμάσαμε και διάφορα μαντζούνια με βάση τον γλυκάνισο, η ζέστη κι ο δυνατός αέρας μας προετοίμαζαν για την “τελική ευθεία”. Ο δρόμος μας πια, ήταν μια νοητή ευθεία που θα μας οδηγούσε στα σύνορα με τη Χιλή. Μόνο ένα μικρό διάλειμμα στην πόλη Αρεκίπα θα κάναμε, γιατί μας είχαν πει πως έχει ενδιαφέρον και πως αποτελεί γαστρονομικό σταθμό απαραίτητο για τη γνωριμία με την περουβιάνικη κουζίνα. Από τη στιγμή που φτάσαμε στη Νάσκα μέχρι και τη στιγμή που περίπου 1 μήνα μετά φτάναμε κοντά στο Σαντιάγο της Χιλής, μοναδική μας παρέα η άμμος της ερήμου κι ο αέρας. Η συγκεκριμένη πλευρά της αμερικανικής ηπείρου που βρέχεται απ’ τον Ειρηνικό, για πολλά χιλιόμετρα ακολουθεί το ίδιο μοτίβο: άμμος-αέρας-ωκεανός.

Άλλωστε, η τεράστια περιοχή που καλύπτει η έρημος Ατακάμα, ξεκινά απ’ το νότιο κομμάτι του Περού. Μετά από κάμποσα ανεμο-αμμο-δαρμένα χιλιόμετρα, οδηγήσαμε προς το μικρό λιμανάκι Puerto-Lomas για να περάσουμε εκεί το βράδυ. Το χωριό, μάλλον ήταν τουριστικό θέρετρο, όμως αφού εμείς είχαμε πάει εκτός σεζόν, τα πράγματα ήταν κάπως…νεκρά. Κανείς επισκέπτης και σχεδόν κανένα μαγαζί ανοιχτό. Βολτάραμε λίγο στα δρομάκια του χαρούμενοι που μετά από τόσο καιρό βρισκόμασταν σ’ ένα ψαροχώρι δίπλα στη θάλασσα, όμως η χαρά δεν κράτησε για πολύ, αφού μια διάχυτη μελαγχολία κυριαρχούσε στα πολύχρωμα αλλά μισόκλειστα σπίτια και στα σφραγισμένα μαγαζάκια. Ευτυχώς γνωρίσαμε μια πολύ συμπαθητική κυρία που μας μαγείρεψε και μας περιποιήθηκε σα να’ μαστε παιδιά της.

Την επόμενη μέρα ξανα-ανηφορίζαμε για την πόλη Αρεκίπα. Εντάξει, αυτή τη φορά δεν ανεβήκαμε και πολύ, μόνο 2300 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας για να δούμε τη “Λευκή Πόλη” με τα παλιά της σπίτια και τους ναούς που είναι φτιαγμένοι από άσπρη ηφαιστειακή πέτρα. Με 3 ηφαίστεια γύρω απ’ την πόλη (το διασημότερο εξ’ αυτών λέγεται “Misti”) η περιοχή είναι αρκετά σεισμογενής, πράγμα που διαπιστώσαμε απ’ την πρώτη κιόλας μέρα. Πίνοντας λοιπόν το καφεδάκι μας στην Plaza de Armas, την κεντρική πλατεία της πόλης, νιώσαμε το χαρακτηριστικό θορυβώδες ταρακούνημα ενός σεισμού! Έντρομοι, σηκωθήκαμε με σκοπό να κατευθυνθούμε έξω απ’ το κατάστημα, όμως είδαμε πως κανείς άλλος δε δείχνει να θορυβείται. Ρωτήσαμε λοιπόν την σερβιτόρα για το σεισμό που μόλις έγινε κι εκείνη γελώντας με την αφέλειά μας, απάντησε: “Αυτό δεν είναι σεισμός, ένα μικρό ταρακούνημα είναι!”. Χμμμ, μάλλον στην Αρεκίπα όταν μιλούν για σεισμό, μιλούν για κάτι που ένας Έλληνας θα ονόμαζε “Αρμαγεδδώνα”.

Στην Αρεκίπα μείναμε περίπου μια βδομάδα και ήταν το μοναδικό μέρος στο Περού, όπου μια Περουβιανή κυρία, όταν μας είδε με τις φωτογραφικές μηχανές στο χέρι να κατευθυνόμαστε στην αγορά της πόλης, μας συμβούλεψε να τις αφήσουμε στο σπίτι πριν μπούμε. Ήταν και η μοναδική φορά που αποφασίσαμε να ακούσουμε τη συμβουλή κάποιου και να κινηθούμε “συντηρητικά”. Ίσως επειδή πριν λίγες μέρες, ακόμη ένας ντόπιος μας είχε συμβουλεύσει να μην αναζητήσουμε στέγη στη συγκεκριμένη περιοχή. Εκείνον, δεν τον ακούσαμε και βρήκαμε ένα υπέροχο παλιό κτήριο με εσωτερική αυλή και μια γλυκύτατη ιδιοκτήτρια. Τη δεύτερη συμβουλή όμως αποφασίσαμε να την ακολουθήσουμε. Ίσως είχαμε δει αρκετές περουβιανές αγορές, οπότε ας χάναμε και μία.

Τα παραδοσιακά πιάτα της περιοχής όμως που δοκιμάσαμε, μας αποζημίωσαν για τις οποιεσδήποτε σκέψεις είχαμε για την ασφάλεια στο Περού. Άλλωστε, παρ’ όλη την κακή φήμη που έχει η χώρα, σ’ εμάς ποτέ δε συνέβη το παραμικρό. Δοκιμάσαμε λοιπόν, κάμποσες γνωστές περουβιάνικες συνταγές, όπως το διάσημο και εις την Δύσιν “Ceviche” – πικάντικο πιάτο με ωμό ψάρι, χυμό λάιμ και καυτερή πιπεριά και άλλα που δε θα αναφέρω εδώ γιατί θα δημιουργηθεί η ιδέα πως είμαστε τίποτα κοιλιόδουλοι που όπου ταξιδεύουμε έχουμε προτεραιότητα το φαΐ…Ή μάλλον όχι, είναι άδικο να μην αναφερθώ στο “Rocoto Relleno” – τη καυτερή πιπεριά που γεμίζουν με κιμά και σερβίρουν με πατάτες με μπεσαμέλ για να σβήσει το κάψιμο, ή την “Causa de Pollo” – τον πουρέ πατάτας που σερβίρεται με στρώσεις από ψιλοκομμένο κοτόπουλο με μαγιονέζα και μυρωδικά με τη μορφή μιας αλμυρής κρύας τούρτας…Αλλά είπαμε, δεν είμαστε κοιλιόδουλοι…

Στήριξε το ταξίδι μας

Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!

Κάνε μια μικρή συνεισφορά

Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.

ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!

Βολτάροντας, τρωγοπίνοντας και φωτογραφίζοντας, πέρασε μια βδομάδα στην Αρεκίπα κι αποφασίσαμε πως ήταν πια καιρός να κατευθυνθούμε προς τα σύνορα με τη Χιλή. Η τελευταία πόλη που θα συναντούσαμε πριν φύγουμε απ’ τη χώρα ήταν η Τάκνα, που απ’ αυτά που είχαμε διαβάσει, το βασικό της χαρακτηριστικό ήταν αυτό ακριβώς: ήταν η τελευταία πόλη πριν τα σύνορα με τη Χιλή. Στην Τάκνα δε μείναμε πολύ, μόνο 3 βράδια κι αυτό γιατί δε νιώθαμε ακόμη έτοιμοι να εγκαταλείψουμε το Περού. Μπορεί η Βολιβία να ήταν η μεγάλη έκπληξη για μας, αλλά τα τοπία και οι άνθρωποι που γνωρίσαμε στο Περού, το έκαναν μοναδικό. Από τις πρώτες κιόλας μέρες που διασχίσαμε τα σύνορά του με τη Βολιβία, τα χαμογελαστά πρόσωπα και οι εγκάρδιοι χαιρετισμοί των Περουβιανών μας δημιούργησαν μια όμορφη εικόνα, αντίθετη με όσα διαβάζαμε για τις επιθέσεις ληστών, τις κλοπές πορτοφολιών και τα περιστατικά εξαπάτησης τουριστών. Γι’ ακόμη μια φορά, δεν είχαμε τίποτα αρνητικό να θυμόμαστε. Οι πολύβουες αγορές, οι κατανυκτικές θρησκευτικές λιτανείες, τα χρώματα και οι μουσικές, η κληρονομιά των Ίνκας και η αξέχαστη εμπειρία με την πεζοπορία στο Τσοκεκιράο…Η οικογένεια που μας έδωσε τα πορτοκάλια στο μικροσκοπικό χωριό Σάντα-Ρόζα και η Γιοβάνα με τον Γιαν στην Κατσόρα. Τα χαμογελαστά μάτια της Ελληνίδας φίλης μας και η συνάντηση με την Γκάλια που έμελλε να είναι και η τελευταία…Πώς να τα ξεχάσουμε αυτά; Πώς να ξεχάσουμε τόσους ανθρώπους και τόσες στιγμές;

Οι 3 μερούλες στην Τάκνα πέρασαν γρήγορα χωρίς απρόοπτα και “μεγάλες” στιγμές. Λίγα χαμόγελα ακόμη, λίγο νόστιμο φαγητό κι αυτό ήταν ό,τι χρειαζόμασταν για να συνεχίσουμε προς το Νότο. Η Χιλή ήταν μπροστά μας και για να φτάσουμε στο Σαντιάγο έπρεπε να διασχίσουμε όλη την έρημο Ατακάμα. Από τη συνοριακή πόλη Αρίκα, στα ορυχεία γύρω απ’ την Αντοφαγάστα. Από εκεί, με θέα τα μικρά μοβ λουλουδάκια που αποφάσισαν να ανθίσουν μέσα στην άμμο προμηνύοντας πως η έρημος όπου να ‘ναι τελειώνει, στις πρώτες παραλιακές πόλεις-θέρετρα ως την πρωτεύουσα. Και πιο κάτω…ο Νότος.


Next PostPrevious Post

Διάβασε το βιβλίο μας

About us

worldvespa

Facebook Twitter

Είμαστε ο Στέργιος και η Αλεξάνδρα και γυρίζουμε τον κόσμο με τη βέσπα μας. 6 χρόνια τώρα ταξιδεύουμε στην Αφρική & τη Νότια Αμερική και συνεχίζουμε. Διάβασε το βιβλίο μας: "Ρύζι και Χώμα: Ένα ταξίδι με βέσπα στην Αφρική"

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *