(ή πως να περάσεις ωραία δίπλα στο σπίτι σου...)
Δευτέρα πρωί, τέλη Σεπτέμβρη κάπου στην Αθήνα ένα βεσπάκι ποζάρει παραφορτωμένο. Η σέλα βολική. Τα σαμάρια κρέμονται στα καπούλια του και τα πόδια μου δεν αργούν να βρουν τα πατήματά τους. Είμαστε έτοιμοι. “Να δούμε μέχρι πού θα μας πάει το Καλλιοπάκι!” αναφώνησε ο Στέργιος κι άνοιξε το γκάζι. Από τότε που βάλαμε μια άνω τελεία στο ταξίδι μας και ξαναβρεθήκαμε στα πάτρια εδάφη για ν' ανασυγκροτηθούμε, δεν είχαμε πάει πουθενά με την καινούρια μας βέσπα. Όσο ο Κίτσος ξεκουράζεται στη Βραζιλία, η Καλλιόπη μας πηγαινοφέρνει στις δουλειές μας στην Ελλάδα. Καιρός για εκδρομή!
Βγήκαμε απ' την Αθήνα κατευθυνόμενοι προς την Πελοπόννησο απ' την παλιά εθνική οδό. Η έξοδος από την πόλη ήταν κάπως άχαρη και το πέρασμά μας απ' τη βιομηχανική ζώνη, ένα ατελείωτο ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα σε φορτηγά. Αφήνοντας πίσω την Ελευσίνα όμως, το τοπίο άρχισε ν' αλλάζει. Τα κτήρια παρέμεναν αδιάφορα χωρίς ίχνος γραφικότητας, ωστόσο η ομορφιά της φύσης με το γαλαζοπράσινο χρώμα της θάλασσας και τα πεύκα έκρυβε την ασχήμια της άναρχης ημιαστικής δόμησης. Το αεράκι, ο ήλιος που πια δεν τσουρούφλιζε όπως πριν έναν μήνα και η μυρωδιά απ' το διχρονόλαδο μας έφερναν ένα σωρό αναμνήσεις. Αυτό χρειαζόμασταν για να ξεκουραστούμε – να καβαλήσουμε το βεσπάκι χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και δρομολόγιο.
Περνώντας την Κακιά Σκάλα, εκεί που ο ληστής Σκίρωνας κατά τη μυθολογία, χαιρέκακα κλοτσούσε τους διαβάτες γκρεμίζοντας τους απ' τα βράχια για να τους κατασπαράξει μια γιγάντια χελώνα μέχρι να τον σκοτώσει ο Θησέας, είχαμε πλέον αποφασίσει πως θα καθυστερούσαμε την επιστροφή μας στην Αθήνα όσο περισσότερο γινόταν.
“Δεν είχα ιδέα πως υπάρχει αυτή η γέφυρα!” ομολόγησα ντροπιασμένη για την άγνοιά μου φτάνοντας στα Ίσθμια. Πάνω στα ξύλινα δοκάρια της βυθιζόμενης γέφυρας, θαλασσινό νερό, άμμος και μερικά νεκρά ψάρια που δεν πρόλαβαν ν' απομακρυνθούν καθώς αναδύθηκε για να επιτρέψει στα αυτοκίνητα να διασχίσουν τη διώρυγα της Κορίνθου. Ήμασταν στην Πελοπόννησο. Η Καλλιόπη – η ολόλευκη αδερφή του Κίτσου, φαινόταν πως δούλευε μια χαρά. “Τώρα θα γίνει το μεγάλο τεστ!” απείλησε ο Στέργιος καθώς πλησιάζαμε τον μισοεγκατελλειμένο οικισμό της Πελεής για να πάρουμε τον χωματόδρομο για το μοναστήρι με το περίεργο όνομα.”Μονή Αγίου Δημητρίου Αυγού” λεγόταν το κτήριο του 11ου αιώνα που έζωναν μύθοι και θρύλοι. Ο καθένας παίρνει την εκδοχή που του ταιριάζει για τ' όνομά του. Είτε αυτήν που λέει πως η Παναγιά άφηνε αυγά να πέσουν απ' τον γκρεμό ανέγγιχτα σκοτώνοντας τα βρέφη των αμφισβητιών της, είτε αυτήν που λέει πως δεν είναι σπάνιο οι φαλακρές κορυφές των βουνών να βαφτίζονται που και που “αυγά”! Έχει κι άλλες ερμηνείες, αλλά τις ξέχασα...
Συγνώμη για το ενοχλητικό - κάθετο βίντεο. Όλα πλάνα είναι τραβηγμένα με κινητό!
Φτάσαμε ως εκεί με μοναδικό σκοπό να θαυμάσουμε τη θέα των βουνών και του φαραγγιού του ποταμού Ράδου που το διαρρέει. Μας είχαν πει πως και το ίδιο το κτίσμα – έρημο σήμερα, ήταν εντυπωσιακό και πως θα ήταν το ιδανικό σημείο για μια ήσυχη διανυκτέρευση. Ο δρόμος κακοτράχαλος αλλά πρόσφατα πατημένος με φυτευτές κοτρόνες που μας θύμιζαν την οδήγηση στο Λεσότο. Το ίδιο μας θύμιζαν και τα βουνά που απλώνονταν γύρω μας. Μόνοι εμείς, μερικά γεράκια και το σφύριγμα του ανέμου. Στην τελευταία στροφή πριν το πλάτωμα που οδηγούσε στο μοναστήρι, ο Στέργιος με μια απότομη κίνηση του τιμονιού απέφυγε ξαφνιασμένος τρεις κυρίες με χαρτιά υγείας στα χέρια. “Μπα, τίποτα γυναίκες που ήρθαν να μαζέψουν χόρτα είναι” είπα κι άρχισα να σκέφτομαι πότε γιορτάζει ο Άγιος Δημήτριος. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα. Φτάνοντας στο πλάτωμα, σαστίσαμε. Δεκάδες άνθρωποι απ' τα γύρω χωριά ήταν συγκεντρωμένοι κι απ' ότι φαινόταν, ετοίμαζαν κάποιο πανηγύρι. Πάγκοι στημένοι παντού, παιδιά που έτρεχαν κι ενήλικες που μας κοιτούσαν με περιέργεια. Ήταν βέβαιο πως το μέρος κάθε άλλο παρά ήσυχο θα ήταν. Τα ελληνικά πανηγύρια μας ήταν οικεία, τα ελληνικά χριστιανικά έθιμα επίσης. Μεταβολή και πίσω!
Απ' το κάμπινγκ με τους ευκάλυπτους στην παραλία των Ιρίων, όπου το δύστροπο καμινέτο μας μας εξανάγκασε σ' ένα ωμό δείπνο, συνεχίσαμε προς το Λεωνίδιο περνώντας απ' όλα τα παραθαλάσσια θέρετρα που άκουγα από μικρή πιστεύοντας πως αφού είναι τόσο κοντά, δε χρειάζεται να βιαστώ να επισκεφθώ. Τολό, Ναύπλιο, Παράλιο Άστρος κι από εκεί, μέσα από έναν δρόμο που σπάνια άφηνε απ' το πλάι του τη θάλασσα, το απόγευμα ήμασταν στο Λεωνίδιο. Μπαίνοντας στην παραδοσιακή κωμόπολη, τα μαύρα σύννεφα που μέχρι εκείνη την ώρα ομόρφαιναν τη θέα του κόκκινου βράχου στις παρυφές του οποίου είναι κτισμένη, πύκνωσαν κι άρχισε να βρέχει. Στα κεντρικά δρομάκια του Λεωνιδίου όλες οι πινακίδες ήταν γραμμένες στα ελληνικά και στα τσακώνικα – τη μοναδική διάλεκτο του τόπου, που πια μιλιέται μόνο από τους υπέργηρους κατοίκους του.
Δεν ήταν εύκολο να φύγουμε την επόμενη μέρα. Οι ζεστοί άνθρωποι και τα όμορφα μέρη μας έκαναν να σκεφτούμε σοβαρά το ενδεχόμενο να καθυστερήσουμε. Απρόθυμα μαζέψαμε τη σκηνή και πήραμε τον ανήφορο απ' τα Πούλιθρα για να σκαρφαλώσουμε σε μερικά χωριουδάκια του νότιου τμήματος του Πάρνωνα κι από εκεί να πέσουμε στην παραλία του Φωκιανού. Μετά την Αμυγδαλιά που κρατούσε έντονο το παραδοσιακό της χρώμα, μια ανησυχία μας έπιασε. “Μήπως να ρωτήσουμε κάποιον πού είναι το επόμενο βενζινάδικο;” είπα στον Στέργιο που συμφώνησε αμέσως. “Γυρίστε πίσω στο Λεωνίδιο!” ήταν η έντονη προτροπή του οδηγού που σταματήσαμε για να ζητήσουμε πληροφορίες. “Ως τη Μονεμβασιά δεν υπάρχει τίποτα!” συμπλήρωσε εμφατικά. Δεν είχαμε παρά να τον ακούσουμε. Ο βενζινάς στο Λεωνίδιο μας διηγήθηκε ιστορίες κατατρομαγμένων τουριστών που έφταναν ως εκεί χωρίς σταγόνα στα ρεζερβουάρ τους, αφού δε φαντάζονταν πως σε μια διαδρομή με αρκετά κατοικημένα μέρη δε θα έβρισκαν καύσιμα.
Καλά πάει και η Καλλιόπη, αλλά ο Κίτσος έχει περισσότερο νεύρο
“Καλά πάει και η Καλλιόπη, αλλά ο Κίτσος έχει περισσότερο νεύρο!” διαπίστωσε ο Στέργιος αναπολώντας το πρώτο μας βεσπάκι. Μπορεί να της έλειπε το νεύρο, όμως κατάφερε έστω και με δεύτερη ταχύτητα να μας ανεβάσει στα βουνά μέχρι που πιάσαμε θάλασσα ξανά και συνέχισε αδιαμαρτύρητα. Τα λευκά βότσαλα της παραλίας του Φωκιανού και τα καταγάλανα νερά μας άνοιξαν την όρεξη για μια βουτιά, αλλά το δροσερό αεράκι ήταν αρκετό για να μας κόψει τη φόρα. Ο δρόμος που πήραμε για να φτάσουμε ως το Κυπαρίσσι ήταν ολοκαίνουριος - στον χάρτη που χρησιμοποιούσαμε δεν υπήρχε. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο να έχει παραμείνει το Κυπαρίσσι τόσο όμορφο. Απομονωμένο, με δύσκολη πρόσβαση μέχρι και πριν λίγα χρόνια, με τα γραφικά του σπίτια σκαρφαλωμένα σε μια πλαγιά ανάμεσα σε δέντρα και βουτηγμένο στο Μυρτώο πέλαγος το χωριό έκανε την εμφάνισή του κι έμεινε πίσω να κοιτά τη θάλασσα καθώς αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε με την ανάσα κομμένη προς τον Χάρακα. Ο στενός δρόμος ήταν σα λαξευμένος στον βράχο που ορθωνόταν κατακόρυφα πάνω απ' τα κεφάλια μας κι απέναντι το μόνο που βλέπαμε ήταν η απεραντοσύνη του πελάγους.
Ο χάρτης της διαδρομής που - περίπου - ακολουθήσαμε
Λίγο πριν τη Μονεμβασιά και το περίφημο κάστρο της, κάναμε ένα πέρασμα κι απ' το “μίνι-φιορδ” - το Λιμάνι του Γέρακα με τη σχεδόν κλειστή σα λίμνη θάλασσα και τα ήσυχα ταβερνάκια κατά μήκος του μοναδικού του δρόμου. Δύο μέρες μείναμε στον μάλλον αδιάφορο νέο οικισμό της Μονεμβασιάς που άλλο λόγο ύπαρξης δε φαίνεται να έχει εκτός από το να στρέφεται προς την ομορφιά του επιβλητικού βράχου με τον παλιό οικισμό που χρονολογείται απ' τον 6ο αιώνα. Στον φάρο του Καβομαλιά με τον δύστροπο καιρό και το κακοτράχαλο μονοπάτι δεν κατεβήκαμε. Λίγο η βαρεμάρα να περπατήσουμε, λίγο ο καιρός που όλο απειλούσε με βροχή, δε θέλαμε και πολύ για να κάνουμε μεταβολή και να συνεχίσουμε προς το Γύθειο.
Το κάμπινγκ του Γυθείου, όπως και τα περισσότερα της περιοχής δεν είχε κλείσει ακόμα, αφού Βορειοευρωπαίοι τουρίστες με τροχόσπιτα συνέχιζαν τις περιηγήσεις τους στη Νότια Πελοπόννησο προτιμώντας ν' απολαμβάνουν τις διακοπές τους χωρίς τη ζέστη και την πολυκοσμία του καλοκαιριού. Δε συναντήσαμε ούτε έναν Έλληνα ταξιδιώτη στον δρόμο μας και μην έχοντας ξαναβρεθεί σ' αυτήν τη γωνιά της Ελλάδας – παρόλο που το τοπίο ήταν οικείο – νιώθαμε πως ανακαλύπταμε τόπους μακρινούς κι “εξωτικούς” ξεχνώντας πως βρισκόμασταν δίπλα στο σπίτι μας. Ακόμα και οι υπάλληλοι στα κάμπινγκ ή οι περαστικοί στα χωριά που σταματούσαμε, μας χαιρετούσαν στ' αγγλικά.
Απ' το Γύθειο τραβήξαμε κι άλλο νότια για να φτάσουμε στο Ακρωτήριο Ταίναρο. Ήμασταν για τα καλά χωμένοι στην καρδιά της Μάνης. Τα σύννεφα πότε σκέπαζαν τελείως τον ουρανό και πότε άφηναν τρύπες για να περνούν οι ακτίνες του ήλιου και να φωτίζουν το άνυδρο τοπίο και τα επιβλητικά πέτρινα πυργόσπιτα που ξεφύτρωναν στις πλαγιές των γυμνών βράχων. Η Μάνη, συνυφασμένη με την τραχύτητα του περιβάλλοντος και των κατοίκων της, ανέκαθεν τσιγκλούσε τη φαντασία μου. Βεντέτες, πόλεμοι, μοιρολόγια, ξενιτιά... Όλα γραμμένα σε κάθε πέτρα των σπιτιών και των πύργων που έστεκαν μισογκρεμισμένοι προδίδοντας το δύσκολο παρελθόν αλλά και το παρόν που δεν έδειχνε πολύ ευκολότερο.
Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;
Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!
Κατεβήκαμε όλη την πλευρά της προσήλιας Μάνης απ' τον Κότρωνα στην Κοκκάλα κι από εκεί, πριν βουτήξουμε στο Πόρτο Κάγιο και το διάφανο νερό του, θαυμάσαμε το βαθύ μπλε της θάλασσας στο στενό πέρασμα για το Ταίναρο – που πιο νότια στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν έχει. Κάβο Ματαπά το λένε οι ναυτικοί το ακρωτήρι και σύμφωνα με τη μυθολογία, κάπου εκεί βρισκόταν και η πύλη προς τον Άδη.
Με βαριά καρδιά νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στον Γερολιμένα, αποκλείοντας την ελεύθερη κατασκήνωση αφού οι ερημικές παραλίες της περιοχής δεν ήταν προσβάσιμες παρά μόνο από μονοπάτια που η Καλλιόπη δε μπορούσε να διαβεί – οργανωμένο κάμπινγκ δεν υπήρχε. Το ξενοδοχείο που φαινόταν πως είχε μείνει ίδιο κι απαράλλαχτο απ' τη δεκαετία του '60, κοιτούσε τη γαλαζοπράσινη παραλία και το λιμανάκι, ενώ οι λίγοι κάτοικοι του χωριού μαζεύονταν στο καφενείο που βρισκόταν ακριβώς από κάτω. “Ζήτω η Εθνική Κυβέρνησις” έγραφε ένας τοίχος παραδίπλα, παραπέμποντας στα σκοτεινά χρόνια της χούντας στην Ελλάδα. Απομεινάρι μιας εποχής που ακόμα κάποιοι αναπολούν χωρίς να μπορώ να καταλάβω γιατί. Ο πολιτικός συντηρητισμός της μανιάτικης κοινωνίας βαστάει ως σήμερα, ωστόσο το συγκεκριμένο σύνθημα στον τοίχο μας εξέπληξε δυσάρεστα.
Ανεβαίναμε πλέον τη μεριά της απόσκιας Μάνης προς την Αρεόπολη και σκοπεύαμε να φτάσουμε στην Καλαμάτα. Η φύση που ολοένα πρασίνιζε, με πεύκα, κυπαρίσσια κι ένα σωρό άλλα φυτά, μας ειδοποιούσε πως πλησιάζαμε στη Μεσσηνιακή Μάνη. Λίγο μετά το Καραβοστάσι και το Οίτυλο, μέσα σε οργιαστική βλάστηση ξεπρόβαλαν τα τουριστικά χωριά – η Στούπα και η Καρδαμύλη, που σε αντίθεση με τα προηγούμενα μέρη, είχαν πολύ κόσμο ακόμα που εκμεταλλευόταν τον καλό καιρό παραθερίζοντας. Πλησιάζοντας στη Βέργα που πια έχει ενωθεί με την πόλη της Καλαμάτας, στα δεξιά μας ο νεφοσκεπής Ταΰγετος έκρυβε με μαεστρία την κορυφή του δημιουργώντας μια όψη μυστηριακή. Ακόμη ένα καλό έκανε ο τεράστιος ορεινός όγκος πάνω απ' τα κεφάλια μας: εμπόδιζε τη βροχή να έρθει προς το μέρος της πόλης. Έτσι, στη διαδρομή προς τα περίχωρα της Μεσσήνης και τον κρυμμένο ελαιώνα όπου μας περίμενε ο καλός φίλος που θα μας φιλοξενούσε, μας ακολούθησαν τα τραγούδια των τζιτζικιών που 'χαν μπερδευτεί κι ακόμα πίστευαν πως είναι καλοκαίρι.
“Κουτσό μου φαίνεται αυτό το πόδι!” αναφώνησε ο Στέργιος καθώς σκαρώναμε το δρομολόγιό μας στον χάρτη. Η Κορώνη, η Μεθώνη και η Πύλος, που πριν ανηφορίσουμε προς την καρδιά της Πελοποννήσου σκοπεύαμε να επισκεφτούμε, ήταν πιο κοντά απ' όσο νομίζαμε. Οι μέρες όμως είχαν περάσει και δεν υπήρχε πια χρόνος να τις δούμε με τον ρυθμό που θα θέλαμε. Ρίξαμε μόνο μια γρήγορη ματιά στην περιοχή φτάνοντας ως την παραλία της Βοϊδοκοιλιάς στη δυτική πλευρά του “κουτσού” ποδιού. Υποσχεθήκαμε πως σύντομα θ' αναζητήσουμε την ευκαιρία ν' αφιερώσουμε παραπάνω καιρό εκεί και ξεκινήσαμε ν' ανηφορίζουμε απ' τη Μεσσήνη για τα βουνά της Αρκαδίας.
Στήριξε το ταξίδι μας
Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!
Κάνε μια μικρή συνεισφορά
Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.
ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!Ο καινούριος αυτοκινητόδρομος έχει σχεδόν εκμηδενίσει την απόσταση μεταξύ των πρωτευουσών των νομών, αλλά εμείς δεν είχαμε καμία πρόθεση να τον ακολουθήσουμε. Μετά τη Μεγαλόπολη, χωθήκαμε στον επαρχιακό δρόμο που βγάζει απ' τα Λυκόχια στο Χρυσοβίτσι. Οι ελιές, οι πορτοκαλιές και τ' αμπέλια σταδιακά αραίωσαν κι ανάμεσά τους άρχισαν να ξεφυτρώνουν καστανιές και καρυδιές. Λίγο μετά τα Λυκόχια, θα βρισκόμασταν στο πρώτο κομμάτι πυκνού ελατοδάσους αυτής της πλευράς του Μαινάλου, αν δεν είχε κατακαεί από τη μεγάλη φωτιά του 2000. Με μάνα απ' την Αρκαδία και πατέρα απ' τη Μεσσηνία, οι φωτιές που καρβούνιασαν την Πελοπόννησο με αποκορύφωμα το 2007, με πονούσαν ακόμα. Όμως λίγο πριν σκοτεινιάσω τελείως, χωθήκαμε επιτέλους στον δασικό δρόμο που οδηγεί στο Γαρζενίκο (Ελάτη) κι ο παγωμένος αέρας απ' τον ίσκιο των ελάτων μ' έκανε ν' αναριγήσω ξανά. Σε λίγη ώρα θα φτάναμε στη Βυτίνα όπου μας περίμενε με ανοιχτές αγκάλες η γιαγιά μου.
Απ' τη θάλασσα στο βουνό κι απ' την ελιά στο έλατο μέσα σε λίγη ώρα. Εδώ πάνω τα χρώματα ήταν πλέον φθινοπωρινά και τα μπουφάν μας έκλεισαν ερμητικά εμποδίζοντας το κρύο να μας επηρεάσει. Φτάνοντας στη Βυτίνα, ο αέρας μύρισε φρεσκοκομμένο ξύλο μαρτυρώντας τις ετοιμασίες για τον χειμώνα που σ' αυτά τα μέρη πλησίαζε απειλητικά. “Τί ωραία να σε περιμένουν κάπου!” είπα και χτύπησα το κουδούνι. Απ' την πόρτα ξεπρόβαλαν η γιαγιά και οι θείοι που της κρατούσαν συντροφιά και για δυο μέρες δε βγήκαμε παρά μόνο για ν' αγοράσουμε ψωμί απ' τον φούρνο.
Με υγρά μάτια γύρισα πίσω στη στροφή του στενού και χαιρέτησα τη γιαγιά μου που περίμενε ωσότου ν' απομακρυνθούμε. Εκείνη τη μέρα έπρεπε να γυρίσουμε στην Αθήνα. “Κανείς δε θέλει να φεύγει απ' τη Βυτίνα!” επανέλαβα τα λόγια όλων των συγγενών μου που μοιράζονται το πατρικό σπίτι που στέκει εκεί απ' τις αρχές του 20ου αιώνα.
Απ' όλες τις εναλλακτικές διαδρομές για ν' αποφύγουμε τον αυτοκινητόδρομο, εμείς διαλέξαμε αυτή που δε γνωρίζαμε καθόλου. Κάπου μετά τη Νεστάνη πιάσαμε να ξανανεβαίνουμε και σύντομα η άσφαλτος εξαφανίστηκε και βρεθήκαμε σ' ένα χωματόδρομο με μοναδική παρέα μερικά κατσίκια που έβοσκαν στα κατσάβραχα. Γύρω μας για όσο έπιανε το μάτι, υπήρχαν μόνο βουνά σκεπασμένα με χαμηλό χορτάρι που τα κάλυπτε σαν πράσινο χαλί και κάπου χαμηλά στο βάθος διακρινόταν η εθνική οδός. Όταν φτάσαμε στον πρώτο οικισμό, την Καρυά, οι λιγοστοί άνθρωποι σταματούσαν και μας κοιτούσαν με βλέμματα όλο περιέργεια. Απ' τον επαρχιακό δρόμο του Άργους ξαναβρεθήκαμε στην παλιά εθνική για Αθήνα κι αυτή τη φορά περάσαμε πάνω απ' την κλασσική γέφυρα της διώρυγας της Κορίνθου.
Ο δρόμος από κει και μετά γνώριμος κι ενώ δεν περιμέναμε καμιά έκπληξη ωσότου να ξαναφτάσουμε στη βάση μας, σ' ένα φανάρι στο κέντρο της Ελευσίνας, ένας πιτσιρικάς που σταμάτησε το παπάκι του δίπλα μας γύρισε και μας είπε πως ο πίσω τροχός μας κουνιόταν περίεργα. Σταματήσαμε άμεσα μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε πως η ζάντα ήταν έτοιμη να σπάσει. Κάποιος, κάποτε την είχε βάψει και την είχε γυαλίσει κρύβοντας τη σκουριά που την έτρωγε, μετατρέποντάς την σε επικίνδυνη παγίδα. Ούτε που μας είχε περάσει απ' το μυαλό να ξύσουμε την επιφάνεια. Ούτε ο μάστορας που την είχαμε πάει την είχε δει. Στην άκρη ενός πεζοδρομίου βάλαμε τη ρεζέρβα και με ελάχιστη καθυστέρηση συνεχίσαμε τον δρόμο μας. Πόσοι να είχαν δει τη ρόδα που έκανε τρελές βόλτες; Μόνον ένας μπήκε στον κόπο να μας ειδοποιήσει κι όπου κι αν βρίσκεται, τον ευχαριστούμε!
Στην Αθήνα πια, καθισμένοι στην άνεση του καναπέ χαζεύαμε τις φωτογραφίες και τα βίντεο που βγάλαμε. Πόσες φορές δεν είχαμε αναβάλει ένα ταξίδι κοντινό δίνοντας σημασία σε τόπους πέρα απ' τα σύνορα της χώρας μας; Πόσες φορές δεν είχαμε σκεφτεί “Έλα μωρέ δίπλα είναι, πεταγόμαστε όποτε θέλουμε” καταλήγοντας να μην έχουμε γνωρίσει μέρη που η ομορφιά τους κόβει την ανάσα;
Κάθε ταξίδι - είτε κρατά δυο βδομάδες, είτε δυο χρόνια – μπορεί να γίνει συναρπαστικό...
Συνεχίζεται...