Τι κόλλημα κι αυτό να μη θέλει κανείς να τον φωτογραφίσω!?! Καθώς περνούσαμε τα σύνορα μπαίνοντας στο Τόγκο, αντίκρισα μια βέσπα τόσο τσίλικη, τόσο περιποιημένη, με τα αυτοκολλητάκια της, με τα “Thank you Jesus” της, με την έξτρα ρεζέρβα της, με τις γυαλισμένες σχαρίτσες της, και τόσο το χάρηκα αφού είχα πολύ καιρό να δω κάποιο αξιόλογο όχημα να κυκλοφορεί στον δρόμο, που χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξα στην μπαγαζιέρα μου κι έβγαλα τη φωτογραφική μου.
Ήμασταν μπροστά στο τελωνείο κι ακριβώς δίπλα από το αστυνομικό τμήμα, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να την χρησιμοποιήσω δίχως πρώτα να ρωτήσω. Πλησίασα τον κυριούλη – ιδιοκτήτη που εκείνη τη στιγμή ξεφόρτωνε τα πράγματά του και δείχνοντάς του την κάμερα, τον ρώτησα σε άπταιστα…frenchgreeklish αν υπήρχε πρόβλημα να βγάλω μια φωτογραφία την υπέροχη Vespa του. Δεν φαντάζεστε τι έγινε με το που έδειξα την κάμερα. Όσοι ήταν γύρω μου έτρεξαν προς το μέρος μου ή άρχισαν να μου φωνάζουν και να μου λένε πως αυτό που πάω να κάνω απαγορεύεται, πως το να βγάζεις φωτογραφίες είναι απαγορευμένο σε όλη την …Αφρική, κι άλλα τέτοια! Θα έπρεπε να ήσασταν σε μια γωνία και να ακούγατε το ουρλιαχτό που ακούστηκε μόλις την έβγαλα απ’ την θήκη της. Νομίζω πως αν έβγαζα ένα όπλο απ’ τη θήκη, η αντίδραση θα ήταν πιο ήπια! Κρίμας…και ήταν πολύ όμορφη.
Αργά το απόγευμα μπαίναμε στο Τόγκο. Το σκηνικό μακράν απ’ τα ομορφότερα που έχουμε αντικρίσει! Στα δεξιά μας ο ωκεανός, μια τεράστια παραλία κατά μήκος του δρόμου, γεμάτη κοκοφοίνικες, πιτσιρικάδες να παίζουν ποδόσφαιρο, και κόσμο να περνά ευχάριστα την ώρα του απλά χαζεύοντας αυτή την μοναδική θέα, στα αριστερά μας η πρωτεύουσα Λομέ, και μπροστά μας η φαρδιά λεωφόρος που θα μας οδηγούσε στο κατάλυμά μας, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη. Το είχε ανακαλύψει ο Στίβεν ψάχνοντας στο ίντερνετ για πληροφορίες. Ήταν ένας χώρος μιας 70χρονης Ελβετίδας, με δωμάτια αλλά και αυλή με μπόλικη σκιά για να στήσεις τη σκηνή σου, που προσέλκυε πολλούς ταξιδιώτες και κυρίως αυτούς που ταξιδεύουν με το δικός τους μεταφορικό μέσο όπως κι εμείς, και ψάχνουν για φθηνό και σχετικά καλό μέρος για να μείνουν. Η τιμή 1,51€ ανά άτομο σε σκηνή! Εξαιρετική τιμή, και μάλιστα η χαμηλότερη που έχουμε πετύχει ως τώρα. Κι αν εξαιρέσουμε την αξέχαστη μυρωδιά στις τουαλέτες και την αφόρητη ζέστη, πράγματα που δυσκόλευαν πολύ στον ύπνο, το μέρος ήταν παραπάνω από ικανοποιητικό. (Chez Alice, Lat 6.16891 Lon 1.34222)
Εκεί γνωρίσαμε και πολλούς άλλους μηχανόβιους αλλά και κουτάκιδες (με Land Rover όπως πάντα), μοιραστήκαμε τις ιστορίες και τις πληροφορίες μας, κάναμε αρκετές σημαντικές δουλειές όπως να πάρουμε τις βίζες για τα Κονγκά (και για τα δύο), να παραγγείλουμε τα ανταλλακτικά που χρειαζόμαστε και τα οποία θα φέρει η μητέρα του Γερμανού στην Yaounde (Καμερούν), αλλά και άλλες όχι και τόσο σπουδαίες, όπως να τρώμε κάθε μέρα την σαλάτα της Ελβετίδας με 1,5€ και μέρα παρά μέρα την αγαπημένη μας σπαγγέτι Napoliten (με χοντρό μακαρόνι επιτέλους κι όχι φιδέ) με 1,9€ στην Coco Beach, λίγα μέτρα μακρυά απ’ το κατάλυμά μας και πάνω στην αμμουδιά, με δυνατό αεράκι και θέα θάλασσα. Μεγάλη προσοχή θέλει το περπάτημα στην παραλία, αφού οι κάτοικοι έχουν την συνήθεια να…ξαλαφρώνουν εκεί (κοινώς να χέζουν), απολαμβάνοντας παράλληλα την θέα. Ναρκοπέδιο κανονικό!
Οι βίζες ήταν παραπάνω από εύκολη υπόθεση, αλλά πόνεσαν πάρα πολύ! Για το “μεγάλο” Κονγκό (Κινσάσα) έπρεπε πρώτα να αποδείξω στην πρεσβεία πως είμαι μόνιμος κάτοικος του Τόγκο. Πήγα λοιπόν πρωί – πρωί στο αστυνομικό τμήμα με όλα τα απαραίτητα έγγραφα (η πρεσβεία με είχε κατατοπίσει σχετικά – όλοι στο κόλπο), και αφού έδωσα τα 13,5€ που το όργανο μου ζήτησε, όπως ήταν λογικό ρώτησα πόση ώρα θα μας πάρει η όλη διαδικασία. Όπως μου είχα ακούσει, κανονικά δεν θα μας έπαιρνε πάνω από μισή ώρα.
«Έλα την Τετάρτη να το πάρεις.» ήταν η απάντηση του οργάνου.
«Μα σήμερα είναι Τετάρτη!»
«Ε, τότε έλα από Δευτέρα»
Κάπου κολλούσε το πράγμα! Ο αστυνομικός υποστήριζε πως είχε πάρα πολύ δουλειά και πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Έπειτα από ένα δεκάλεπτο κλάψας και παρακαλητών, αλλά και 1,5€ λαδώματος (ναι, καλά διαβάσατε, ενάμισι) που δυστυχώς ήταν δύσκολο να αποφύγω αφού το αυτί του δεν ίδρωνε και οι μέρες που είχα στη διάθεσή μου δεν ήταν αρκετές για τόση αναμονή, είχα το χαρτί στα χέρια μου. Για αποδείξεις κτλ ούτε λόγος…
Με το χαρτί και φυσικά το μαρούλι ανά χείρας, 109€ για δύο μήνες, είχα τη βίζα στο διαβατήριό μου σε 30′. Για το “μικρό” Κονγκό (Μπραζαβίλ) το τίμημα δεν ήταν λιγότερο οδυνηρό, ούτε φυσικά ανάλογο με το μέγεθος της χώρας ή τη διάρκεια της βίζας, η οποία περιοριζόταν στις 30 ημέρες. 106 ευρώ είναι καλά; Να τα αφήσω;
Κι ενώ περιμέναμε πως και πως να ξανασμίξουμε με τον Άγγλο και να συνεχίσουμε όλοι μαζί προς τα κάτω, τα άσχημα για άλλη μια φορά νέα που μας μετέφερε, άλλαξαν όλα μας τα σχέδια. Είχε χάσει το διαβατήριό του! Δηλαδή μακάρι να ευθυνόταν ο ίδιος, αλλά αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα. Όπως κι εμείς, το είχε αφήσει (διαβατήριο) στην πρεσβεία του Μπενίν στην Άκρα, αλλά όταν επέστρεψε να το πάρει πληροφορήθηκε πως αυτό είχε…χαθεί! Τώρα πως είναι δυνατόν να χαθεί ένα τόσο σημαντικό έγγραφο μέσα από μια πρεσβεία, κανείς μας δεν μπορεί να το καταλάβει. Προφανώς κάποιος έβαλε το χεράκι του…
Η παραλία της Λομέ
Η παραλία της Λομέ
Προσοχή στις “νάρκες” που αφήνουν οι ντόποιοι!
Μπαρ κι εστιατόρια δίπλα στο κύμα
Μπόλικη σκιά για άραγμα!
Η Coco beach στη Λομέ
Βεσπομηχανικός
Μακρινός συγγενής στο Τόγκο
Με τον Λίαμ εγκλωβισμένο πλέον στην Άκρα για τις επόμενες 6 - τουλάχιστον - εβδομάδες (τελικά αναγκάστηκε να μείνει για 4,5 μήνες!!) , αποφασίσαμε με τον Στίβεν να συνεχίσουμε οι δυο μας, τουλάχιστον ως την Yaounde κι έπειτα να δούμε που βρίσκετε ο Άγγλος, κι αν είναι εφικτό να ξανασυναντηθούμε και να μπούμε όλοι μαζί στα Κονγκά. Οι βίζες μας ούτως ή άλλως μας πίεζαν χρονικά, αλλά ο Στίβεν έπρεπε να υπολογίσει και την μητέρα του, την οποία θα συναντήσει στην πρωτεύουσα του Καμερούν και θα περάσει μαζί της 3 εβδομάδες.
Ξανά στο δρόμο λοιπόν! Με τον Γερμανό δεν μπορούσαμε να βρούμε μια ταχύτητα που να βολεύει και τους δύο. Η βέσπα μου είτε θα πήγαινε με 40 km/h, είτε με σχεδόν φουλ γκάζια και 90 km/h. Κι ο λόγος; Απλά σε όλες τις ενδιάμεσες ταχύτητες όλα…τρίζουν! Κινητήρας, τιμόνι, καθρέφτες, παρμπρίζ…Όλα! Ό Στίβεν πάλι δεν μπορούσε να πάει με πάνω από 75 και τα 45 ήταν υπερβολικά λίγα για το ρυθμό του. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο καθένας μας θα πήγαινε με τον ρυθμό που τον βολεύει και κάθε τόσο θα βρισκόμασταν κάπου στον δρόμο ή θα δίναμε ραντεβού σε κάποιο σημείο της διαδρομής κι όλα καλά. Αλλά τώρα είχαμε να περάσουμε μια “δύσκολη περιοχή”. Και η περιοχή αυτή δεν ήταν άλλη από την Νιγηρία! Το κατά πόσο θα ήταν δύσκολη δεν το ξέραμε ή καλύτερα δεν θέλαμε με τίποτα να το πιστέψουμε και να μπούμε προκατειλημμένοι στη χώρα απλά και μόνο επειδή είχαμε ακούσει διάφορες ιστορίες περί εγκληματικότητας, διαφθοράς των αστυνομικών, τρομοκρατίας κτλ. Άλλωστε είχαμε ακούσει τόσες και τόσες ιστορίες για κάποιες απ’ τις προηγούμενες χώρες που επισκεφτήκαμε! Αλλά για τη Νιγηρία και συγκριτικά με τις άλλες χώρες, ο αριθμός των ιστοριών αυτών ήταν αρκετά μεγαλύτερος, σε σημείο που κάποιοι μάλιστα ταξιδιώτες αποφεύγουν να τη διασχίσουν, κι επιλέγουν άλλο δρόμο, αεροπλάνο ή πλοίο!
Εμείς σε καμία περίπτωση δεν θέλαμε να πάρουμε αεροπλάνο ή πλοίο, και να το θέλαμε δεν μας έπαιρνε οικονομικά, αλλά ούτε θέλαμε να παίξουμε και με τις πιθανότητες. Είχαμε και την περιπέτεια του Μαξίμ που μας ταρακούνησε λιγάκι, μιας και ήταν η μοναδική που ακούγαμε από πρώτο χέρι. Ο Μαξίμ είναι ο Γάλλος ποδηλάτης που ξεκίνησε από τη Νορβηγία μόνος και με στόχο να κάνει το γύρο της Αφρικής, και τον οποίο είχαμε συναντήσει αρχικά με τον Θάνο στη Σενεγάλη. Από εκεί κι έπειτα, κάθε τόσο τον πετυχαίναμε στον δρόμο, αφού η πορεία μας ήταν λίγο πολύ η ίδια. Τον Μαξίμ λοιπόν, λίγο έξω από το Lagos, τον ληστέψανε, σπάζοντάς του ένα γυάλινο μπουκάλι στο κεφάλι και του πήραν όλα του τα πράγματα! Ο Μαξίμ επέστρεψε στην Γαλλία, είναι καλά στην υγεία του, και τώρα κάνει καινούργια σχέδια, για προορισμούς μακρυά απ’ την Αφρική.
Το σχέδιό μας λοιπόν είναι να περάσουμε την Νιγηρία “καρφί”, σε 4 το πολύ 5 μέρες (1.200 χλμ), να ξεχάσουμε για λίγο καιρό την ελεύθερη κατασκήνωση, μένοντας στους ξενώνες που θα βρίσκουμε πάνω στο δρόμο μας και φυσικά να είμαστε συνέχεια μαζί για περισσότερη ασφάλεια, ακόμα και κατά τη διάρκεια της οδήγησης και να μην αποκρινόμαστε ο ένας απ’ τον άλλο. Αυτό σήμαινε εγερτήριο στις 07:00 κάθε πρωί, φραπέ και κανένα κουλουράκι την ώρα της οδήγησης (ο Γερμανός δεν έπινε καφέ, ούτε έβαζε τίποτα στο στόμα του), οδήγηση όλη μέρα, στάσεις μόνον όταν τελειώνει η βενζίνη απ’ τα ρεζερβουάρ, ίσως μια ακόμα για να φάμε κάτι στα γρήγορα όταν αυτό υπήρχε (τις περισσότερες φορές τη βγάζαμε με 1-2 μάγκο που είχαμε αγοράσει την προηγούμενη μέρα) και λίγο πριν τη δύση του ηλίου, αναζήτηση ξενοδοχείου, ύπνο, και την επομένη το ίδιο απ’ την αρχή! Φωτογραφικές, βιντεοκάμερες και λοιπά γκάτζετ θα έμεναν δυστυχώς ερμητικά κλεισμένα στην μπαγκαζιέρα, αφού χρόνος δεν περίσσευε και επειδή ήξερα πως αν άρχιζα τις φωτογραφίες, μετά το ποπ δεν έχει στοπ!
Κάποιοι λένε πως όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελά. Ε, στη δική μας περίπτωση μάλλον θα έκλαιγε απ’ τα γέλια, αφού όσες μέρες οδηγούσαμε μέχρι τελικά να φτάσουμε στην Αμπούτζα, η καταιγίδες του έδωσαν και κατάλαβε! Από την πρώτη μέρα, στο Μπενίν, ο δρόμος από Allada μέχρι Bohicon, μας καλωσόρισε ουσιαστικά στην Αφρική και ήταν το βάπτισμα του πυρός, αφού χειρότερο δεν είχαμε ξαναδεί! Απίστευτη κίνηση, αποτελούμενη κατά κύριο λόγο από φορτηγά, τρύπες “κρατήρες”, και αίσθηση πως δεν οδηγείς αλλά παίζεις Tetris, προσπαθώντας να ταιριάξεις τη βέσπα, στο ένα και μοναδικό κομματάκι δρόμου, που ίσως κάπου – κάπως – κάποτε, να υπήρχε, προσέχοντας παράλληλα μην σε “φάει” καμιά νταλίκα! Προς το τέλος της μέρας, μας έπιανε σιγά – σιγά το σκοτάδι, ήταν κι ο ουρανός κατάμαυρος από τα σύννεφα, δεν βοηθούσαν και τ’ αετίσια μάτια μου, κι έπεσα με τη βέσπα σε έναν από τους κρατήρες. Τα ποτήρια που ‘χω στο τιμόνι για το φραπέ και το νερό πέταξαν στον αέρα, οι βαλίτσες έφυγαν όλες απ’ τη θέση τους, πιρούνια, ψαλίδια, κουτάλια, όλα φυσικά τερμάτισαν, και παραλίγο να πετάξω κι εγώ πάνω από το έρμο το μηχανάκι, αφού η επιβράδυνση ήταν τόσο βίαιη (ήμουν σχεδόν βέβαιος πως θα έπεφτα)! Ως εκ θαύματος, η μπροστινή λιλιπούτεια ροδίτσα - των 10 μόλις ιντσών - κατάφερνε να “πηδήξει” στο τσακ! Όταν κατέβηκα, για να μαζέψω ότι είχε πέσει, και να τσεκάρω αν όλα (ρόδες κτλ) ήταν στη θέση τους, είδα έκπληκτος πως στην τρύπα χώραγε σχεδόν ολόκληρη η βέσπα, αλλά λόγω της ταχύτητας την είχα γλυτώσει! Όλα ήταν στη θέση τους…εκτός από τα νεύρα μου…
Η καθημερινότητά μας ήταν λίγο πολύ όπως η μέρα που μόλις περιέγραψα. Για μένα δηλαδή, αφού το μηχανάκι του Στίβεν δεν καταλάβαινε από τρύπες, άμμο, πέτρες και άλλες τέτοιες “λεπτομέρειες”. Οδήγηση μέσα στη βροχή και πάντα μούσκεμα, αφού αδιάβροχα δεν υπάρχουν, ρύζι με πικάντικη σάλτσα ντομάτας κάθε βράδυ, αφού άλλη επιλογή δεν παίζει και…replay. Ξενοδοχεία δεν δυσκολευόμασταν καθόλου να βρούμε, οι τιμές τους ήταν παραπάνω από ικανοποιητικές (από 3,9 έως 5,6 ευρώ το άτομο), αλλά μην φανταστείτε και ιδιαίτερες παροχές. Ρεύμα ίσως για 1-2 ώρες το βράδυ από τη γεννήτρια και νερό για πλύσιμο από βαρέλι. Μόνο σε ένα είχαμε πρόβλημα, αφού δεν μας άφηναν να κοιμηθούμε γιατί φοβόντουσαν πως ήμασταν…γκέι! Τους είπαμε πως είμαστε αδέρφια από άλλο πατέρα και μας έδωσαν την απαραίτητη άδεια.
Περνώντας τα σύνορα Μπενίν – Νιγηρίας, τα ευτράπελα δεν είχαν τελειωμό. Ήμασταν στο συνοριακό χωριό ονόματι Nikki. Η μέρα άρχισε με τον Μπενινέζο τελώνη, τον οποίο και περιμέναμε να τελειώσει το μπάνιο του (στο σπίτι του) και να επιστρέψει πίσω στο πόστο του, αφού ήταν πολύ μικρό πέρασμα, σχεδόν χωρίς καθόλου κίνηση και ήταν ο μοναδικός υπάλληλος εκεί. Τα 45′ λεπτά με φραπεδάκι, μπισκότα και κους κους, περάσανε γρήγορα κι ευχάριστα, και σειρά είχε η άλλη πλευρά, η δύσκολη!
Οι Νιγηριανοί αστυνομικοί, δεν έμπαιναν κατευθείαν στο ψητό, αλλά έμμεσα μας ζητούσαν το ελαιόλαδό τους. «Πως μπορείτε να μας στηρίξετε;», «Να, βλέπετε δεν έχουμε ούτε καν ψυγείο!», «Η αστυνομία της Νιγηρίας θα εκτιμήσει τη βοήθειά σας» κι άλλα τέτοια, ώσπου ο Γερμανός όντας αρκετά οξύθυμος και πολύ Γερμανός, τους είπε αυτό που σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν ν’ ακούσουν...
«Μα καλά, γιατί μας ζητάτε χρήματα; Έχουμε πληρώσει τόσα πολλά για τη βίζα, δεν σας φτάνουν;»
«Εμείς ποτέ δεν σας ζητήσαμε χρήματα! Μην λέτε κουβέντες που ποτέ δεν έβγαλα απ’ το στόμα μου!» απάντησε ο αστυνομικός που είχε γίνει έξαλλος.
Στάση για φαγητό
Ρύζι με σάλτσα ντομάτας θα ρέει στις φλέβες μας σε λίγο...
Από εδώ άρχισαν τα “ωραία”...
Στήριξε το ταξίδι μας
Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!
Κάνε μια μικρή συνεισφορά
Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.
ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!Και κάπου εκεί ανάμεσα, εγώ να προσπαθώ να σβήσω τις φωτιές που ο Στίβεν είχε ανάψει. Οι αστυνομικοί δήθεν ενοχλημένοι, προσβεβλημένοι, άρχισαν να μας λένε πως αν θέλουν μας σφραγίζουν τα διαβατήρια και μας δίνουν άδεια μόνο για μια μέρα, πως αν ήθελαν δηλαδή μπορούσαν να μας υποχρεώσουν να είμαστε σε 24 ώρες στην Abuja για να σφραγίσουμε εκ νέου τα διαβατήριά μας και να έχουμε την άδεια να μείνουμε για περισσότερες ημέρες. Ευτυχώς η “παρεξήγηση” λύθηκε κι είχαμε 3 εβδομάδες καιρό να βγούμε από τη χώρα. Λίγα μέτρα παρακάτω ήταν το τελωνείο. Κλασσικά έλεγχος των εγγράφων για τα μηχανάκια μας, και καταχώριση των στοιχείων μας στα τεφτέρια τους.
«Τι επαγγέλλεστε;» ρώτησαν πρώτα τον Στίβεν οι δύο κυρίες.
«Φοιτητής» απάντησε αυτός.
«Θρήσκευμα;»
«Κανένα!»
«Τι κανένα; Πως γίνεται αυτό;» απόρησαν.
«Εσείς…Σ-τρά-τζι-ος (Στέργιος); Επάγγελμα;»
«Δάσκαλος»
Σημείωση: Λένε πως μετράει εδώ στην Αφρική, οπότε μιας και είμαι από την Ελλάδα στην οποία “ότι δηλώσεις είσαι”, δηλώνω δάσκαλος!
«Και το δικό σας θρήσκευμα;»
«Πιάσε μια απ’ τα ίδια και για μένα. Δεν είμαι και πολύ φαν!»
Αυτό ήταν! Δυο άσπροι, έχουν παρατήσει τα σπίτια τους και τις δουλειές τους (λέμε τώρα), ταξιδεύουν ήδη πόσους μήνες και θα ταξιδεύουν για άλλους τόσους, με δυο μέτρα μούσια στο σύνολο, άπλυτοι και με μπόλικη spicy μυρουδιά πάνω τους και σαν να μην έφταναν όλα αυτά να σου λένε πως είναι και άθεοι! Ε, δεν ήθελε και πολύ για να χαρακτηριστούμε! Πως μας χαρακτήρισαν;…Φιλόσοφους!
«Ε, τότε είστε φιλόσοφοι! Αν δεν έχετε δουλειά, και ταξιδεύετε τόσο καιρό, αν δεν πιστεύετε πουθενά, τότε είστε φιλόσοφοι!» συμπέραναν και στη συνέχεια ξεράθηκαν στα γέλια, όπως κι εμείς φυσικά. Το κλίμα εδώ ήταν πολύ πιο φιλικό. Μάλιστα, προτού καλά καλά τελειώσουμε με την χαρτούρα, άρχισαν να μας βομβαρδίζουν με ερωτήσεις, για τη ζωή στην Ευρώπη, για την οικονομική κατάσταση εκεί (ΕΕ), για τις ζωές μας γενικά, αν είμαστε παντρεμένοι ή ανύπαντροι, καταλήγοντας να μας δίνουν όλα τους τα στοιχεία, ονοματεπώνυμα, τηλέφωνα, email, διευθύνσεις, facebook και όπως είναι λογικό ζητώντας σε αντάλλαγμα τα δικά μας. Περισσότερη ώρα μας πήρε να ανταλλάξουμε στοιχεία, παρά για τα χαρτιά των μηχανών μας! Αφού δώσαμε την υπόσχεση πως θα έρθουμε σε επαφή μαζί τους “ηλεκτρονικά” και πως μόλις επιστρέψουμε Ευρώπη θα τις καλέσουμε, ήμασταν free to go.
Με κατεύθυνση την Abuja, είχαμε τώρα να αντιμετωπίσουμε τους αστυνομικούς και τα μπλόκα τους, αλλά και τους stickmen! Στο βορρά οφείλω να ομολογήσω πως τα πράγματα ήταν υπερβολικά ήσυχα. Κι όχι μόνο ήσυχα, αλλά όλος ο κόσμος, το κάθε όχημα που συναντούσαμε καθ οδόν, όλα τα πιτσιρίκια στα χωριά, όλοι – μα όλοι – μας χαιρετούσαν, μας κόρναραν, και χαμογελούσαν αληθινά! Το κλίμα ήταν πραγματικά υπέροχο! Την πρώτη μέρα στη Νιγηρία δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Εκτός από όλα τα παραπάνω, είχαμε να οδηγήσουμε και σε έναν δρόμο σχεδόν ανύπαρκτο, μέσα από χωριά τελείως αποκομμένα από τον πολιτισμό, με ελάχιστη, σχεδόν ανύπαρκτη κίνηση, με το σκηνικό να συμπληρώνεται από μια πολύ ισχυρή καταιγίδα και πολύ δυνατό αέρα. Λάσπες, βροχή και το βεσπάκι μου…Το καλύτερο δώρο για τα γενέθλιά μου!
Λίγο πριν φτάσουμε στην πρωτεύουσα της Νιγηρίας είχαμε δυστυχώς και την πρώτη μας επαφή με τους stickmen. Όπως μάθαμε αργότερα από τους ίδιους τους Νιγηριανούς, είναι ομάδες ατόμων που δουλειά τους είναι να μαζεύουν χρήματα από τους διερχόμενους οδηγούς. Κάτι σαν τα διόδια δηλαδή, αλλά μόνον για οχήματα με επαγγελματική άδεια και όχι ιδιωτικής χρήσης. Δεν την γνωρίζαμε αυτή τη λεπτομέρεια, αλλά και που τη μάθαμε δεν άλλαξε κάτι. Με τον Στίβεν είχαμε πει πως αν δεν αναγκαστούμε να σταματήσουμε, απλά δεν σταματάμε. Έτσι όταν τέσσερις τύποι με φωσφοριζέ γιλέκα πετάχτηκαν μπροστά μας, κρατώντας ξύλα με καρφιά στα χέρια και προσπάθησαν να μας σταματήσουν, ο Στίβεν παρά το ότι ήταν πρώτος, το αντιμετώπισε αρκετά καλά και ψύχραιμα, κάνοντας δεξιά, βγαίνοντας απ’ το δρόμο και προσπερνώντας τους απ’ το χώμα, στριμωγμένος δίπλα από μια νταλίκα. Το ίδιο έκανα κι εγώ και κάπως έτσι αποφύγαμε τα ξύλα και τα καρφιά με τα οποία προσπάθησαν να μας χτυπήσουν…Δυστυχώς…
Στην Abuja θα μέναμε κάπου στα βόρεια προάστια, κοντά στις πρεσβείες του Καμερούν και της Ζάμπια, ώστε γρήγορα και χωρίς πολλά πήγαινε – έλα, να ξεμπερδεύουμε με τις βίζες. Η απογοήτευση όμως δεν άργησε να έρθει. Το φθηνότερο δίκλινο ξεκινούσε απ’ τα 45 δολάρια, ποσό τεράστιο για τα δικά μας οικονομικά δεδομένα, και με παροχές που σε έκαναν να μην ξέρεις αν θες να κλάψεις ή να γελάσεις! Ρεύμα μόνο κάποιες ώρες της ημέρας, νερό βαρελάτο, φρέσκο αέρα κοπανιστό για πρωινό, και φυσικά ίντερνετ με σήματα καπνού! Πάντως όλα ανεξαιρέτως ήταν εξοπλισμένα με επίπεδες τηλεοράσεις (αυτό μας μάρανε!)…
Βραδινή έξοδος για φαγητό
Ρεύμα για 1 με 2 ώρες και νερό από βαρέλι. Πάλι καλά που είχαμε TV κι ανεμιστήρα.
Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;
Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!
Abacha ή Mogadishu Barracks στην Αμπούτζα. Δημοφιλής προορισμός για ψαράκι το Σαββατοκύριακο.
Το ιδανικότερο ταξί για τα κέντρα των πόλεων
Το επόμενο ταξίδι μας πρέπει να γίνει μ' ένα τέτοιο!
Μπαίνοντας στο χάος
Αποφασίσαμε να κάνουμε μια ύστατη προσπάθεια πριν τους τα σκάσουμε. Είχαμε λίγο ακόμη χρόνο πριν νυχτώσει κι έτσι πήγαμε σε ένα ίντερνετ καφέ. Ο Στίβεν έστειλε 3 μηνύματα στο couchsurfing και μάρκαρε τα δύο φθηνότερα ξενοδοχεία που μπόρεσε να βρει. Καθώς οδηγούσαμε προς το πρώτο και χαζεύαμε δεξιά κι αριστερά για τις οδούς, ένα αυτοκίνητο μπήκε απότομα μπροστά μας κλείνοντας μας το δρόμο. Ο οδηγός κάτι μας φώναζε απ’ το παράθυρο, αλλά δεν καταλάβαμε τι. Εγώ τα ψιλοχρειάστηκα, μιας και ήδη είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Απ’ το σημείο αυτό η τύχη άρχισε να μας χαμογελάει ξανά! Ο τύπος ήταν μέλος του μεγαλύτερου μοτοσυκλετικού κλάμπ της Abuja, το «09ers MC», έτυχε να μας δει, και είχε σταματήσει για να μας γνωρίσει και φυσικά να μας βοηθήσει! Η λέσχη τους, το μέρος στο οποίο συναντιόντουσαν, βρισκόταν σε απόσταση λίγων μόλις μέτρων από εκεί που ήμασταν, οπότε το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να μας προσκαλέσει για μερικές μπύρες για να ξελαμπικάρουμε λιγάκι, και να δούμε με πιο “καθαρό” μυαλό τι θα κάνουμε. Αυτός ήταν ο Adeyi, το τυχερό μας γούρι στην Abuja, αφού με το που το πετύχαμε το ένα καλό ακολουθούσε τ’ άλλο!
Την ώρα που πίναμε τις μπύρες μας και χαζεύαμε το κλάμπ και την κατάσταση που οι Νιγηριανοί μηχανόβιοι είχαν φτιάξει, χτύπησε το τηλέφωνο. Από αύριο είχαμε σπίτι για να μείνουμε. Η Ρεμπέκα, μια Αμερικανίδα που τον τελευταίο 1,5 χρόνο ζει κι εργάζεται εδώ, είχε δεχτεί το αίτημά μας στο CS. Για την ιστορία, ο Adeyi και το 09ers MC, μας ξηγήθηκαν παραπάνω από εντάξει, αφού και μας κέρασαν τις μπύρες, και μας βρήκαν ξενοδοχείο για την πρώτη βραδιά, και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πλήρωσαν κι ένα μεγάλο μέρος του λογαριασμού (στο ξενοδοχείο)! Όσο για την Ρεμπέκα και τον Τσάρλς, ότι και να πούμε θα είναι επίσης λίγο, μπροστά σε όλη αυτή τη φιλοξενία που απλόχερα μας προσέφεραν όλες αυτές τις μέρες που μέναμε σπίτι τους!
Όπως και σε όλες τις μεγάλες πόλεις, έτσι και εδώ, οι μέρες που ακολούθησαν ήταν κατά κύριο λόγο μέρες χαλάρωσης κι αποτοξίνωσης από τις σέλες, αποτοξίνωσης από το ρύζι, και μέρες βυθίσματος στους καναπέδες, αποβλάκωσης στην τηλεόραση, συνεχών εξορμήσεων στο…ψυγείο για οτιδήποτε παγωμένο κι εννοείται κατάχρησης του πλυντηρίου! Οι βίζες για Καμερούν και Ζάμπια, οι μόνες μας σοβαρές υποχρεώσεις. Αυτή του Καμερούν την τσιμπήσαμε σχετικά εύκολα, σε 2 εργάσιμες, αν και η παχουλή – bitch – κυρία στην πρεσβεία, μάλλον μας έφαγε από ένα δεκαπεντάευρω, το οποίο δυστυχώς αντιληφθήκαμε κάπως αργά…Για τη βίζα της Ζάμπια ουδέν σχόλιο. Απλά επισυνάπτω την φωτογραφία του εγγράφου που μας δώσανε στην πρεσβεία, στο οποίο αναγράφονται όλα όσα μας ζήτησαν. Καλύτερα να μας διαολοστέλνανε κατευθείαν! Το τσαλακώσαμε και φύγαμε…
Το χαρτί με τις προϋποθέσεις για να πάρουμε την βίζα της Ζάμπια
Το διαβάσαμε - το πετάξαμε...
Στο ταξί, πηγαίνοντας προς τις πρεσβείες
Έεεεφημεριδααα
Στο ταξί, πηγαίνοντας προς τις πρεσβείες
Μια βδομάδα χαλάρωσης ήταν αρκετή , αν και βέβαια άλλη μια δεν θα με χαλούσε. Είχαμε όμως αρκετή απόσταση ακόμα να καλύψουμε και λίγο χρόνο στη διάθεσή μας (καταραμένες βίζες) κι έτσι αναγκαστικά ξεκινήσαμε την κάθοδο. Ο κόσμος απ’ την πρωτεύουσα και κάτω, όχι πως δεν ήταν φιλικός, αλλά δεν είχε αυτή τη λάμψη στα μάτια κι αυτό το αληθινό χαμόγελο, όπως των ανθρώπων του βορρά. Κόρνες, φωνές και χαιρετούρες ήταν πλέον λιγοστές (με εξαίρεση πάντα τα παιδάκια) και τη θέση τους είχαν πάρει οι μουτρωμένοι, αγενείς και οξύθυμοι αστυνομικοί. Τους τελευταίους έπρεπε να τους τρώμε στη μάπα κάθε 20 χιλιόμετρα (κατά μέσο όρο), αφού για πολλούς και διάφορους λόγους η κατάσταση στα νότια της χώρας δεν ήταν και η καλύτερη, με αποτέλεσμα τα μπλόκα να είναι εξωφρενικά πολλά! Και σε καθένα από αυτά, να πρέπει να έχεις αυτό το ηλίθιο και ξέγνοιαστο χαμόγελο ευτυχίας, να τους εξηγείς τι σημαίνει τουρίστας (!), να τους λες ξανά και ξανά από που έρχεσαι και που πας και πάνω από όλα, να προσπαθείς να λες σε όλα “ναι” και να’ σαι πάντα ευγενικός και ήρεμος, ακόμα κι όταν θέλουν να ανοίξουν όλες σου τις αποσκευές και να τις ελέγξουν, άσχετα αν στις έχουν μόλις ελέγξει στο προηγούμενο μπλόκο!
Κάθε μπλόκο ήταν πραγματικά και μια μοναδική εμπειρία! Δυο όμως από αυτά δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Στο ένα, πέρα απ’ τις συνηθισμένες ερωτήσεις, ο Μπαλούρδος πήγε τη συζήτηση στα θρησκεία. Αχ αυτές οι θρησκείες…
«Τι θρησκείας είσαι εσύ;» ρώτησε με πολύ αυστηρό ύφος τον Στίβεν.
«Καμίας. Δεν πιστεύω σε θρησκείες.» αποκρίθηκε αυτός.
«Πως είναι δυνατό να μην είσαι καμιάς θρησκείας; Μας κοροϊδεύεις;» άρχισε να φωνάζει έξαλλος ο αστυνόμος.
«Εσύ;» ρώτησε εμένα.
«Εεεεε…Εγώ έχω βαφτιστεί Χριστιανός…» απάντησα, και μόλις τον είδα να ηρεμεί προς στιγμήν και να στρέφει το βλέμμα του σε ένα αυτοκίνητο που εκείνη τη στιγμή περνούσε, φώναξα στον Γερμανό:
«Ρε συ, τι κάνεις; Άιντε πες πως είσαι Χριστιανός να τελειώνουμε! Δεν βλέπεις πόσο πωρωμένοι είναι;»
Έλα όμως που τον είχε πιάσει το γινάτι του τον Γερμανό!
«Δεν υπάρχει περίπτωση! Απ’ τη μία μας το παίζουν καλοί Χριστιανοί, κι απ’ την άλλη μας ζητάνε λάδωμα! Δεν λέω τίποτα. Ας μας κρατήσει εδώ μέχρι αύριο!»
Φυσικά και συμφωνούσα με τα όσα έλεγε, αλλά μάλλον δεν ήταν το κατάλληλο μέρος και η ιδανικότερη στιγμή, για να εκφράσει τα πιστεύω του. Πόσο μάλλον στο συγκεκριμένο άτομο!
Στο δεύτερο μπλόκο τα πράγματα δεν ήταν τόσο αστεία όσο στο πρώτο. Με το που μας είδαν, όπως και σε κάθε μπλόκο, αμέσως από μακρυά μας έκαναν σήμα να κάνουμε στην άκρη και να σταματήσουμε. Εκεί ένας απ΄ τους αστυνομικούς, ο γηραιότερος, με το που μας πήρε γραμμή, έτρεξε στο αυτοκίνητο, πήρε το όπλο του, όχι κανένα μικρό περίστροφο, αλλά ένα μαραφέτι τεράστιο (σαν κι αυτά που βλέπουμε στον Ράμπο ένα πράμα), το όπλισε και σημαδεύοντάς μας, άρχισε να τσιρίζει σε ακαταλαβίστικα αγγλικά! Αφού μας πήρε διαβατήρια, διπλώματα και γενικά όσα χαρτιά είχαμε εύκαιρα, κινήθηκε προς το αυτοκίνητο φωνάζοντας. Απ’ ότι κατάλαβα ήθελε να μας πάει στο τμήμα για εξακρίβωση. Οι υπόλοιποι αστυνομικοί, όλοι νεαρότεροι, προσπάθησαν να μας καθησυχάσουν. Ο Στίβεν μου είπε να προσέχω, αφού όταν τον πλησίασε, βρομούσε αλκοόλ! Γυρνώντας προς το μέρος μας (ο αστυνομικός), εγώ περίμενα καθισμένος στη βέσπα και με τον κινητήρα σβηστό. Με το που με είδε έπαθε εγκεφαλικό! Σήκωσε το όπλο, με σημάδεψε, και άρχισε να φωνάζει:
«Get off the bike NOW or I’ll shoot you!!!!» (Κατέβα τώρα από το μηχανάκι αλλιώς πυροβολώ!!!)
Πως ξεφύγαμε από τούτο το “φαινόμενο” ακόμα δεν μπορούμε να το πιστέψουμε. Τι του είπαν, πως τον ηρέμησαν, πως τον έπεισαν ν’ αφήσει το όπλο…
Αλλά ακόμα και η τελευταία μας νύχτα στη Νιγηρία, λίγα χιλιόμετρα πριν την αφήσουμε και περάσουμε στο Καμερούν, έγινε άλλο ένα σκηνικό. Μόλις είχαμε τακτοποιηθεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μας, είχαμε κάνει το μπάνιο μας και ήμασταν έτοιμοι να βγούμε έξω για λίγο φαγητό και ίσως μια μπύρα, χτύπησε η πόρτα. Πριν καλά – καλά προλάβουμε ν’ ανοίξουμε, το δωμάτιο είχε γεμίσει από αρματωμένους αστυνομικούς, 15 (!) στον αριθμό, τους οποίους ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου είχε καλέσει, μάλλον επειδή υπέθεσε πως ήμασταν τρομοκράτες! Αφού μας ξεψείρισαν απ’ την κορφή ως τα νύχια, όπως και όλα μας τα πράγματα, μας είπαν πως έπρεπε να τους ακολουθήσουμε! Ήτανε λέει για την δική μας ασφάλεια. Όχι μόνοι μας, αλλά με όλες μας τις αποσκευές, γιατί λέει στο ξενοδοχείο στο οποίο θέλαμε να μείνουμε δεν θα ήμασταν ασφαλείς. Μη μπορώντας να κάνουμε αλλιώς, και θέλοντας να πιστέψουμε πως είναι πράγματι για δικό μας καλό, μαζέψαμε όλη μας την προίκα, και στις 21:00 το βράδυ φεύγαμε με το Hilux της αστυνομίας με κατεύθυνση το τμήμα. Μετά από δύο “ανακρίσεις” σε δύο διαφορετικά αστυνομικά τμήματα, τρεις φορές ανεβοκατέβασμα των αποσκευών μας απ’ την καρότσα του Hilux, και σχεδόν ύστερα από τέσσερις ώρες, ήμασταν ελεύθεροι, και πίσω στο…ξενοδοχείο μας! Περίεργες καταστάσεις…Ρε μπας και για όλα φταίει το μούσι μου, όπως λέει ο Γερμανός;
Αυτό όμως που θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη μου, και το οποίο θα αναφέρω πρώτο απ’ όλα σε όποιον με ρωτά για την Νιγηρία, είναι οι επιθέσεις…αγάπης! Οι επιθέσεις αγάπης που δεχόμασταν καθημερινά απ’ τους απλούς ανθρώπους της και τα παιδάκια, ειδικά στο βορρά και μακριά απ’ τις μεγάλες πόλεις! Εκεί που οι κάτοικοι είναι μακριά απ’ τον “ανεπτυγμένο” κόσμο, αποκλεισμένοι απ’ τον “πολιτισμό”, από το ίντερνετ, τα κινητά, τις τηλεοράσεις και τις ανέσεις που μας έχουν κάνει τόσο απόμακρους και τόσο ψυχρούς!
Επίθεση…αγάπης, παντού στη Νιγηρία!
Άλλος ένας Νιγηριανός αστυνομικός που μας ανάγκασε να ξεφορτώσουμε όλες μας τις αποσκευές για να τις ελέγξει
Το Hilux με το οποίο η αστυνομία μας έσερνε από τμήμα σε τμήμα μέχρι τα μεσάνυχτα
Σαν της κουκουβάγιας το βλέμμα μου. “Νυστάζω!”
Συνεχίζεται...
One Comment on “Τόγκο / Μπενίν / Νιγηρία”
Πανέμορφη ιστορία!!!Είμαι νοερά μαζί σας.