Μετά από 2 περίπου μήνες, εγκαταλείψαμε την Παραγουάη για να ξαναβρεθούμε στα βόρεια της Αργεντινής με κατεύθυνση προς τα δυτικά, στις περιοχές της Σάλτα και του Χουχούι. Από ‘κει, θα περνούσαμε στη Χιλή – μόνο για λίγο – αφού προορισμός μας ήταν η Βολιβία. Τα σύνορα της Αργεντινής ήταν πολύ κοντά στην πρωτεύουσα της Παραγουάης, οπότε πριν καλά-καλά βγούμε από την πόλη, συνειδητοποιήσαμε πως βγαίναμε κι από την χώρα. Ο έλεγχος και οι σφραγίδες των διαβατηρίων δεν πήραν σχεδόν καθόλου χρόνο, ωστόσο, ένας “μερακλής” υπάλληλος του τελωνείου είχε όρεξη για κουβεντούλα και εξονυχιστικό έλεγχο…Το κόλπο “Ντεν καταλαμπαίνω ισπανικά, σενιόρ” δυστυχώς δεν έπιασε, οπότε έπρεπε να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και να ξεφορτώσουμε το βεσπάκι για να πείσουμε τον κύριο πως δεν είμαστε λαθρέμποροι. Επίσης – δεν ξέρω για ποιον λόγο – απαντήσαμε σε τελείως άσχετες ερωτήσεις πχ για το αν είμαστε παντρεμένοι ή αν έχουμε παιδιά (ναι, έχουμε δυο στη μεγάλη βαλίτσα) και μετά από αυτό, η αθωότητά μας επιβεβαιώθηκε και μπορέσαμε να κατευθυνθούμε στην αργεντίνικη πλευρά.
Στήριξε το ταξίδι μας
Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!
Κάνε μια μικρή συνεισφορά
Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.
ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!Σε λίγες ώρες βρισκόμασταν στην πόλη Φορμόσα ψάχνοντας μάταια ένα κάμπινγκ που ήταν αποθηκευμένο στο GPS. Σταματήσαμε σ’ ένα μανάβικο για πληροφορίες και ζαρζαβατικά κι αφού επιβεβαιώσαμε πως το κάμπινγκ που ψάχναμε δεν υπήρχε, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε εναλλακτικές. Η καλύτερη εναλλακτική ήρθε από τον Ορλάντο, έναν κύριο που εκείνη τη στιγμή έβγαινε από το μανάβικο και κατευθυνόταν στο αυτοκίνητό του που ήταν παρκαρισμένο δίπλα μας. Αυτός και οι τρεις του κορούλες που περίμεναν στο αυτοκίνητο, αφού μιλήσαμε λίγο, μας πρότειναν να μας φιλοξενήσουν στην αυλή του σπιτιού τους. Στην αρχή ήμασταν διστακτικοί, πράγμα που και ο ίδιος κατάλαβε και γι’ αυτό προσφέρθηκε να σταματήσουμε στο μόνιμο μπλόκο που έχει η αστυνομία λίγο πριν το σπίτι του και να δώσουμε τα στοιχεία μας, ώστε να νιώθουμε ασφαλείς πως κάποιος ξέρει ποιοι είμαστε και πού βρισκόμαστε. Ο Ορλάντο αποδείχτηκε ένας υπέροχος άνθρωπος! Η μικρή του φάρμα (“El Porton Rojo” – όπως την ονομάζει) ήταν μια καταπράσινη έκταση από δέντρα και λουλούδια, όπου στήσαμε τη σκηνή μας. Το μόνο αρνητικό στην περιοχή ήταν η αφόρητη ζέστη και η υγρασία, καθώς επίσης και τα σμήνη κουνουπιών που δε μας άφησαν να βγούμε από τη σκηνή. Ο Ορλάντο επέμενε να επωφεληθούμε από το μπάνιο του σπιτιού και να κάνουμε ένα δροσιστικό ντους, αλλά εμείς θεωρήσαμε πως είχε ήδη κάνει πολλά για μας και προτιμήσαμε απλώς να κοιμηθούμε. Την άλλη μέρα το πρωί, συζητήσαμε λίγο με τα τρία γλυκύτατα κοριτσάκια του για το τί θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν και τί μουσικό όργανο μαθαίνει η καθεμιά κι ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Ο πατέρας του Ορλάντο, είχε από νωρίς μαζέψει πορτοκάλια από τα δέντρα της φάρμας και μας τα πρόσφερε (νοστιμότατα) κι εμείς δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε πόσο τυχεροί ήμαστε που είχαμε γνωρίσει τόσο καλούς ανθρώπους! Βγάλαμε μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες κι αναχωρήσαμε σκεπτόμενοι πως με κάτι τέτοιους ανθρώπους γίνεται ο κόσμος καλύτερος.
Το μόνο ενδιαφέρον στον RN81 όπου κινούμασταν, ήταν η συνάντησή μας με ένα τεράστιο φίδι! Όχι από αυτά που συναντά κανείς στο χωριό του σε καμιά ξερολιθιά, αλλά από αυτά που βλέπουμε στα ντοκυμανταίρ του National Geographic! Η διάμετρος του κορμού του έμοιαζε με μπουρί σόμπας και το μήκος του, αν τεντωνόταν, θα έπιανε και τις δυο σχεδόν λωρίδες του δρόμου! Εντυπωσιαστήκαμε τόσο από το θέαμα που δεν σκεφτήκαμε να κάνουμε το αυτονόητο: να βγάλουμε φωτογραφίες! Στη συνέχεια, το ταξίδι έγινε λίγο πιο ενδιαφέρον, αφού για κάμποσα χιλιόμετρα αλληλοκατηγορούμασταν για το ποιος δε σκέφτηκε να βγάλει φωτογραφία το φίδι! Μετά από όχι και πολλή ώρα – συγκεκριμένα τόση, όση χρειαζόταν για να φτιάξω ένα ωραίο σενάριο στο μυαλό μου ότι τα κουφάρια αγελάδων και σκύλων που συναντούσαμε στο δρόμο ήταν θύματα του δολοφονικού φιδιού – φτάσαμε στο χωριό Ιμπαρέτα και μετά από συνεννόηση με τον ιδιοκτήτη του βενζινάδικου, κατασκηνώσαμε στον προαύλιο χώρο του. Πολλοί ταξιδιώτες συνηθίζουν να κατασκηνώνουν δίπλα σε βενζινάδικα στην Αργεντινή κι απ’ ό,τι φάνηκε, τουλάχιστον στα βενζινάδικα YPF, οι υπάλληλοι είναι φιλικότατοι και πρόθυμοι να βοηθήσουν.
Άλλη μια βαρετή μέρα σε ατελείωτη ευθεία ξεκινούσε…ούτε φίδια, ούτε εκπλήξεις. Το μόνο ευχάριστο ήταν η γνωριμία μας με ένα ζευγάρι από το Ισραήλ που ταξιδεύει σ’ ένα μικρό αυτοκινούμενο τροχόσπιτο μαζί με τα 3 σκυλιά τους (van healing). Συναντηθήκαμε – που αλλού; – στο βενζινάδικο YPF όπου περάσαμε άλλο ένα βράδυ. Ο ύπνος σε κάποια βενζινάδικα είναι σαν σε κάμπινγκ: 24ωρη λειτουργία, τουαλέτες, ντους, wifi, ζεστός καφές με κρουασανάκια….ότι χρειαζόμαστε ακριβώς! Ο πάγος έσπασε για τα καλά με το ζευγάρι των Ισραηλινών, τον Ντορόν και τη Γκάλια, όταν ξανασυναντηθήκαμε τυχαία στο επόμενο YPF ξενοδοχ…εεε…βενζινάδικο όπου και περάσαμε αρκετές ώρες μιλώντας και πίνοντας κρασάκι. Εκείνη τη μέρα, η απειλή για βροχή δεν έφευγε από πάνω μας, αφού ο ουρανός ήταν γκρίζος και η υγρασία έκανε την ατμόσφαιρα να μυρίζει. Το άγχος μας όμως για τη βροχή έφυγε, όταν δύο οδηγοί φορτηγών ήρθαν να μας γνωρίσουν και για να μας μιλήσουν για τον…Χριστό! Δε χρειάστηκε και πολύ για να καταλάβουμε πως πρόκειται για ευαγγελιστές οι οποίοι θεωρούσαν καθήκον τους να προσηλυτίσουν όποιον βρουν μπροστά τους! Η συζήτηση βέβαια είχε κάποιο ενδιαφέρον: οι γνώσεις τους για τον αληθινό Χριστό ήταν πολλές, ωστόσο η ερώτηση που δεχτήκαμε “Σε ποια ήπειρο βρίσκεται η Ελλάδα;”, μας προβλημάτισε ελαφρώς. Ακόμη περισσότερο μας προβλημάτισε το γεγονός πως όταν νύχτωσε, νεαρές κοπέλες άρχισαν να κάνουν βόλτες στο πάρκινγκ με τα φορτηγά που ήταν δίπλα μας. Δυστυχώς, τα φτωχότερα κορίτσια του γειτονικού χωριού έψαχναν για λίγα χρήματα από στους οδηγούς που περνούσαν τη νύχτα στο πάρκινγκ…
Το πλάνο ήταν να ξαναβρεθούμε με τους νέους μας φίλους στο Εθνικό Πάρκο Calilegua και να περάσουμε 1-2 μερούλες στη φύση. Όσο κινούμασταν προς τα δυτικά, το κλίμα άλλαζε: η υγρασία ήταν πιο έντονη και η βλάστηση είχε γίνει πάλι τροπική. Οι τεράστιοι κάκτοι και οι μυρωδάτες άγριες γαζίες, είχαν δώσει τη θέση τους σε πλατύφυλλα φυτά και καταπράσινα δέντρα με λουλούδια. Μετά από περίπου 8χμ λασπωμένου χωματόδρομου και άγχους από μέρους μου ότι δεν το γλιτώνω το λασπόλουτρο, φτάσαμε στο Εθνικό Πάρκο Calilegua. Η βλάστηση πλέον οργιαστική! Το μέρος όπου κατασκηνώσαμε καθαρό, με χτιστές εγκαταστάσεις για μπάρμπεκιου (αχ, οι Αργεντινοί και τα μπάρμπεκιου τους!), με σχετικά αξιοπρεπείς τουαλέτες που βελτιώθηκαν όταν το επόμενο πρωί που ήρθε ο φύλακας, άνοιξε και την παροχή νερού. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως πουθενά εκεί κοντά δεν υπήρχε πόσιμο νερό, οπότε η ώρα της αναχώρησης ήρθε μαζί με την τελευταία σταγόνα νερού που έπεσε από το μπουκάλι μας. Άλλωστε, ο Ντορόν και η Γκάλια τελικά δεν εμφανίστηκαν, οπότε οι δυο βραδιές ολομόναχοι στο δάσος μας έφταναν.
Η επόμενη μέρα στο δρόμο ξεκίνησε αναπάντεχα όμορφα στη μικρή πόλη San Martin, με έναν φούρναρη που μας κέρασε όλα τα κρουασανάκια που σκοπεύαμε να αγοράσουμε, όταν του είπαμε από πού είμαστε και τί κάνουμε και σα να μην έφτανε αυτό, μας έκανε δώρο και δύο ολόφρεσκα (στα νιάτα τους, αλλά είπαμε, η πρόθεση μετράει) αρτοσκευάσματα – ένα γλυκό κι ένα αλμυρό για να καλύψει όλα τα γούστα! Βέβαια, λίγη ώρα μετά τη γνωριμία μας με αυτόν τον εξαιρετικό άνθρωπο, αναγκαστήκαμε να θυμηθούμε πως υπάρχουν και ανθρώπινα σκουπίδια. Ξέρω, είναι βαρύς ο χαρακτηρισμός, αλλά όταν σ’ έναν πολυσύχναστο δρόμο με μόνο 2 λωρίδες ανά κατεύθυνση, ένας φορτηγατζής σε προσπερνάει κορνάροντας βγάζοντάς σε από τον δρόμο, χωρίς να δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον για το αν εσύ θα σωθείς από την αναγκαστική βουτιά, τί άλλο χαρακτηρισμό να του προσάψεις; Στην πόλη Guemes, όπου και καταφέραμε να φτάσουμε ζωντανοί, μας περίμενε ο Andres, ένας couchsurfer που είχε δεχτεί να μας φιλοξενήσει για 2 βράδια. Ο Andres ζει με τη μητέρα του, μια γλυκύτατη κυρία που μας έκανε να νιώσουμε πως είχαμε έρθει επίσκεψη στο σπίτι της αγαπημένης μας θείας κι όχι στο σπίτι ανθρώπων που δε γνωρίζαμε. Μιλήσαμε για τη ζωή στην Ελλάδα, τη ζωή στην Αργεντινή, για ταξίδια κι ανθρώπους και φυσικά ανταλλάξαμε και συνταγές! Για να τους ευχαριστήσουμε για την καταπληκτική φιλοξενία τους, τους μαγειρέψαμε το πιο πολύτιμο προϊόν που φύλαγα “ως κόρην οφθαλμού” στην τσάντα με τα είδη μαγειρικής: τον τραχανά της γιαγιάς μου! Χωριάτικο, μυρωδάτο τραχανά από τα χεράκια της αγαπημένης μου γιαγιάς, που μου τον είχε δώσει για να τον μαγειρεύω όταν με πονάει ο λαιμός μου! Φοβόμασταν πως η δυνατή μυρωδιά του τραχανά θα απωθήσει τους Αργεντινούς φίλους, αλλά όταν γέμισαν τα πιάτα τους για δεύτερη φορά, πειστήκαμε πως τους άρεσε!
Αποχαιρετίσαμε τον Andres και τη μητέρα του και ξεκινήσαμε για τη Σάλτα. Το τοπία πάλι είχε αλλάξει: για πρώτη φορά έκανε επίσημα κρύο! Η βλάστηση δεν ήταν πια τροπική κι αφού φορέσαμε ό,τι είχαμε πρόχειρο, αρχίσαμε να παρατηρούμε πως εκτός από τη φύση και το κλίμα, είχε αλλάξει και το βιωτικό επίπεδο των ανθρώπων. Σπίτια πιο μεγάλα και πιο ακριβά, μερικές πισίνες, γκαζόν κι άλλα στοιχεία που δείχνουν πως οι άνθρωποι εκεί ζουν πιο άνετα. Εμείς βέβαια μπήκαμε στην πόλη της Σάλτα και μείναμε στο δημοτικό κάμπινγκ. Εκεί ξανασυναντήσαμε και τον Ντορόν με την Γκάλια και περάσαμε κι άλλες ώρες μιλώντας, πίνοντας κρασάκι και δειπνώντας όλοι μαζί. Το δημοτικό κάμπινγκ της Σάλτα, προφανώς είναι σημείο συνάντησης ταξιδιωτών όλων των ειδών, των εθνικοτήτων και των γούστων. Γνωρίσαμε ένα ζευγάρι Γάλλων (iletaitunefoisenamerique.blogspot.com), που για το τελευταίο μέρος του ταξιδιού τους ταξίδευαν με μοτοσυκλέτα (αφού πριν είχαν ταξιδέψει με ποδήλατο, με βανάκι και με τα πόδια) και που μας έδωσαν πολύτιμες ταξιδιωτικές πληροφορίες για τη Βολιβία και το Περού, ένα ζευγάρι Γερμανών που μας διηγήθηκαν πως στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας προσπαθούσαν συνεχώς να τους ληστέψουν(!) κι άλλους ταξιδιώτες που δεν μπορώ πια να θυμηθώ. Στα “διαμαντάκια” των γνωριμιών μας όμως κατατάσσεται μια οικογένεια ημι-νομάδων (ίσως Ρομά) που είχε μετατρέψει τον χώρο που κατασκήνωναν σε σιδεράδικο (κοπανώντας ολημερίς με σφυριά και βαριοπούλες) και που ήθελαν να προσλάβουν δωρεάν τον Στέργιο να τους φορτώσει καμιά 30αριά “πανάλαφρους” άξονες αυτοκινήτων και φορτηγών στο βανάκι τους. Μάλιστα του το ζήτησαν με αγένεια που περίσσευε και εξεπλάγησαν όταν ο Στέργιος αρνήθηκε διακριτικά.
Οι μέρες που περάσαμε στο κάμπινγκ ήταν ενδιαφέρουσες αλλά ολίγον τί παγωμένες…μια καλή δοκιμή για τον εξοπλισμό αλλά και για τις αντοχές μας στο κρύο που από ‘δω και πέρα δε θα μας λυπόταν. Ήταν επίσης και μια καλή δοκιμή για τα νεύρα μας (τα δικά μου αποδείχτηκαν πιο ευαίσθητα), αφού κάποιοι έδωσαν την άδεια και στο ήσυχο, οικογενειακό κάμπινγκ οργανώθηκε ένα πάρτι άνευ προηγουμένου: τα τελευταία χιτάκια ρεγκετόν και άλλες δυσάρεστες για τ’ αυτιά μας μουσικές, ακουγόντουσαν στη διαπασών μέχρι τα ξημερώματα, με αποτέλεσμα το επόμενο πρωί, διάφορα εκνευρισμένα ζόμπι με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια να κυκλοφορούν σκουντουφλώντας στον χώρο…ένα από αυτά κι εγώ! Μετά από μια βόλτα στα περίχωρα της Σάλτα με τον Ντορόν, την Γκάλια και τα 3 σκυλιά τους, καθώς επίσης κι από μια επίσκεψη στο συνεργείο για να επισκευάσουμε το μπροστινό φρένο της βέσπας που δεν καλοδούλευε, φύγαμε από τη Σάλτα. Προορισμός μας το χωριό Πουρμαμάρκα για την ομορφιά του οποίου είχαμε ακούσει πολλά. Επιλέξαμε να μην κινηθούμε στον αυτοκινητόδρομο, αλλά σε έναν στενό επαρχιακό δρόμο, με την ελπίδα πως η διαδρομή θα ήταν πιο ενδιαφέρουσα. Όντως ήταν! Διαδρομή φιδογυριστή, δίπλα σε ποταμάκια και μέσα στο δάσος! Όταν πλέον ξεκίνησε η ανάβαση για την Πουρμαμάρκα, το τοπίο άλλαξε τελείως γι’ ακόμη μια φορά: ξηρό κι άνυδρο με κάκτους παντού γύρω-γύρω και με τα χρώματα των βουνών που περιστοίχιζαν την περιοχή, να είναι τελείως αλλόκοτα κι εντυπωσιακά! Η Πουρμαμάρκα όντως αξίζει τους χαρακτηρισμούς που είχαμε διαβάσει κι ακούσει. Ένα χωριό μέσα στα πολύχρωμα βράχια που είναι το χαρακτηριστικό της περιοχής. Με σπίτι πλινθόκτιστα και με τη σκόνη να σηκώνεται στο παραμικρό φύσημα του αέρα.
Βέβαια, λόγω της ομορφιάς του τοπίου και της εύκολης πρόσβασης, η Πουρμαμάρκα ήταν ένα αρκετά τουριστικό μέρος. Στην αρχή δυσανασχετήσαμε λίγο, αλλά τελικά βρήκαμε ένα οικονομικό κάμπινγκ και μείναμε. Κάναμε τις βόλτες μας στο χωριό, είδαμε τα σουβενίρ που πωλούνταν στην κεντρική πλατεία, βγάλαμε και κάμποσες φωτογραφίες. Παράπονο δεν έχουμε. Γνωρίσαμε και δυο ταξιδιώτες με μοτοσυκλέτες: έναν Αργεντίνο που είχε σκοπό να φτάσει στην Αλάσκα με το Honda CX125 του κι έναν Βραζιλιάνο με Tenere250, που επέστρεφε στην πατρίδα του από το Σαν Πέδρο δε Ατακάμα στα βόρεια της Χιλής. Μάλιστα, με τον Βραζιλιάνο γευματίσαμε μαζί και ήπιαμε και 1-2 μπυρίτσες (άντε, 4-5). Μας έδωσε και μερικά χάπια για την ασθένεια του υψόμετρου (Diamox) που ο ίδιος δε χρειαζόταν πια, καθώς επίσης και 2 ροζάρια(!) που όπως μας είπε, τα δωρίζει σε ανθρώπους που εκτιμά. Το σημαντικότερο όμως ήταν πως μας έδωσε πληροφορίες για τη διαδρομή μέχρι τη Χιλή. Έπρεπε να αποφύγουμε να οδηγήσουμε μετά τις 15.00 γιατί ο άνεμος που έρχεται κατευθείαν από τον Ειρηνικό δεν είναι μόνο παγωμένος αλλά και πολύ ισχυρός. Ο ίδιος, στην απόπειρά του να φτάσει από την Πουρμαμάρκα στο Σαν Πέδρο δε Ατακάμα (400χμ+), παραλίγο να παγώσει και ζήτησε βοήθεια από έναν περαστικό φορτηγατζή, ο οποίος του πρόσφερε ζεστό καφέ και τον έβαλε στην καμπίνα του φορτηγού ωσότου να συνέλθει!
Λάβαμε σοβαρά τις πληροφορίες που μας έδωσε ο Βραζιλιάνος και νωρίς την άλλη μέρα (αχεμ…κατά τις 10 εννοώ) ήμαστε έτοιμοι για το Σούσκες, τον επόμενο σταθμό μας στα 3600μ υψόμετρο. Η βέσπα δεν είχε ξαναβρεθεί τόσο ψηλά. Μόνο μέχρι τα 3300 είχε σκαρφαλώσει με μεγάλη δυσκολία και μπόλικο σπρώξιμο, όταν ήμαστε στο Λεσότο. Η αγωνία μας σύντομα αποδείχτηκε υπερβολική, αφού χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις βρεθήκαμε στα 4170μ! “Θηρίο το βεσπάκι!”, φώναζε ο Στέργιος κι εγώ κρυφά το χάιδευα και το ευχαριστούσα που δεν με είχε αναγκάσει σε ποδαρόδρομο και σπρώξιμο πριν καλά-καλά συνηθίσω το υψόμετρο! Όταν φτάσαμε στο μικρό χωριό Σούσκες, εκπλαγήκαμε από το πόσο διαφορετικό ήταν από την υπόλοιπη Αργεντινή που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε γνωρίσει! Δεν ξέρω από ποια εθνότητα προέρχονταν οι κάτοικοί του, αλλά ταίριαζαν πολύ περισσότερο στην εικόνα που είχα για τους Βολιβιανούς. Παρόλο που ήταν κοντά στα σύνορα, φαινόταν πως όσοι περνούσαν δεν επέλεγαν να μπουν στο χωριό, αλλά να μείνουν στα καταλύματα έξω από αυτό. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός πως τα παιδάκια μας κοιτούσαν με περισσή περιέργεια και οι μεγαλύτεροι γελούσαν αμήχανα όταν μπήκαμε σ’ ένα μπακάλικο για να ψωνίσουμε. Αναζητήσαμε φθηνό κατάλυμα μέσα στο χωριό, αλλά σ’ αυτά που μας φάνηκαν φτηνότερα, δεν καταφέραμε να μείνουμε γιατί είχαμε φτάσει την ώρα της σιέστας και κανείς δε μπήκε στον κόπο να μας ανοίξει!
Περίπου 4χμ έξω από το χωριό βρισκόταν το μοναδικό βενζινάδικο, όπου και ζητήσαμε να μας επιτρέψουν να διανυκτερεύσουμε. Ο υπάλληλος δεν είχε κανένα πρόβλημα να μας αφήσει να στήσουμε τη σκηνή μας δίπλα στο κτήριο, όπου θα προστατευόμασταν κι από τον παγωμένο αέρα. Όταν ξεκινήσαμε να στήνουμε τη σκηνή, καταλάβαμε πως το υψόμετρο θα μας δυσκόλευε – τουλάχιστον για τις πρώτες ημέρες. Σε λίγη ώρα είχαμε και οι δυο πονοκέφαλο, αλλά ευτυχώς δεν εξελίχθηκε στην ασθένεια του υψομέτρου. Πήραμε κι από μισό Diamox ο καθένας κι ασθμαίνοντας, συνεχίσαμε με το μαγείρεμα του δείπνου μας. Το βράδυ προβλεπόταν δύσκολο, αλλά ακόμη τότε δεν το ξέραμε!
Οι νυχτερινές δυσκολίες δεν άργησαν να ξεκινήσουν: η πρόβλεψη για τον καιρό ήταν απογοητευτική και το Diamox είχε μια πολύ ενοχλητική δράση…Η θερμοκρασία τη νύχτα θα έπεφτε στους -10 και γι’ αυτόν τον λόγο είχαμε φορέσει όλα τα ρούχα που είχαμε μαζί μας, είχαμε τυλιχτεί στα σεντόνια μας και είχαμε κουμπώσει μέχρι πάνω τους υπνόσακους μας. Αυτό ακριβώς ερχόταν σε σύγκρουση με το Diamox, που δρούσε ως διουρητικό ώστε να αποβάλλονται τα υγρά που κατακρατά ο οργανισμός στο μεγάλο υψόμετρο και να καταπραΰνει τα συμπτώματα της ασθένειας του υψόμετρου. Ο δε πονοκέφαλος συνέχιζε με αμείωτη ένταση. Ο παραπάνω συνδυασμός παραγόντων οδήγησε σ’ ένα δυσάρεστο βράδυ, που όμως πλέον το θυμόμαστε και γελάμε. Κάθε 3-4 ώρες έπρεπε να βγαίνουμε από τους υπνόσακους που δυσκολευόμασταν να ζεστάνουμε, να ανοίγουμε τη σκηνή η οποία πάγωνε αμέσως και φευ, να εκθέτουμε στο απίστευτο κρύο σημεία του σώματός μας ιδιαιτέρως ευαίσθητα! Κάποια στιγμή μάλιστα, που ο Στέργιος είχε την τύχη να μη χρειάζεται να βγει έξω, εγώ μπαίνοντας στη σκηνή, παραπάτησα, προσγειώθηκα επάνω του (περισσότερο φάνηκε πως τον χρησιμοποίησα για σκαμπό!) κι έβαλα τα κλάματα σε μια στιγμή αγανάκτησης!
Το επόμενο πρωί, ο πονοκέφαλος είχε μειωθεί κάπως και μόνο αφού ο ήλιος είχε βγει για τα καλά, τολμήσαμε ν’ ανοίξουμε τη σκηνή και να τρέξουμε μέχρι τη βέσπα (2μ απόσταση) για να πάρουμε τα τρόφιμα και να χωθούμε ανά μέσα. Η λεπτομέρεια που δεν είχαμε προβλέψει ήταν πως όλα ήταν κατεψυγμένα! Πετάξαμε τα σαλατικά μας, αποψύξαμε κάποια βραστά λουκανικάκια και το ψωμί και φάγαμε ένα γρήγορο πρωινό. Ευτυχώς είχαμε σκεφτεί να κοιμηθούμε αγκαλιά με ένα από τα δύο μπουκάλια νερό, οπότε είχαμε κάμποσο νερό πόσιμο και μια παγοκολόνα! Γρήγορο, πονοκεφαλιασμένο μάζεμα σκηνής και συνέχεια για Χάμα! Στο χωριό Χάμα θα διανυκτερεύαμε και θα συνεχίζαμε την επόμενη μέρα για τη Χιλή, που βρισκόταν στα 500μ περίπου! Γνωρίζαμε ήδη πως στο βενζινάδικο YPF που βρίσκεται εκεί υπάρχει ξενώνας, οπότε θα μέναμε σε δωμάτιο (οφείλω να παραδεχτώ πως εγώ επέμεινα λίγο παραπάνω για το δωμάτιο γιατί η πρόβλεψη καιρού έλεγε κάτι για -15!).
Λίγα χιλιόμετρα πριν το χωριό Χάμα, είχαμε συναντήσει έναν Ελβετό ποδηλάτη, τον Jonas, που από τη νότια Αμερική, έχει σκοπό να φτάσει στην Αλάσκα. Περιμένοντας λοιπόν αδικαιολόγητα πολλή ώρα να ετοιμαστεί το δίκλινο δωμάτιο μας, έφτασε κι ο Jonas στο βενζινάδικο. Η ιστορία που ακολουθεί, βρίσκεται εδώ μόνο και μόνο γιατί ποτέ δεν καταλάβαμε κάποια κομμάτια της: Πριν φτάσει ο Jonas, εμείς είχαμε κλείσει ένα δίκλινο δωμάτιο, που όμως είχε ένα διπλό κι ένα μονό κρεβάτι μέσα. Όταν ξαναρωτήσαμε τον υπεύθυνο για να επιβεβαιώσουμε τη χρέωση, αυτός μας απάντησε πως το δωμάτιο χρεώνεται ως δίκλινο. Δεν εκπλαγήκαμε, αφού πολλές φορές συμβαίνει να χρεώνονται δωμάτια για τρία άτομα ως δίκλινα αν δεν υπάρχει εύκαιρο δωμάτιο. Όταν λοιπόν κατέφτασε ο Jonas και ρώτησε για δωμάτιο, τον πληροφόρησαν πως υπάρχει μόνο ένα τρίκλινο διαθέσιμο και πως έπρεπε να το πληρώσει ολόκληρο παρόλο που ήταν μόνος του. Του προτείναμε να μείνει μαζί μας ώστε τουλάχιστον να χρεωθεί το δωμάτιό μας ως τρίκλινο και να πληρώσουμε ο καθένας το μερίδιό του, αντί να πληρώσει μόνος του ένα ολόκληρο δωμάτιο. Μέχρι εδώ τα πράγματα ακολουθούν μια λογική. Μετά αλλάζει το σκηνικό. Ο υπεύθυνος μας πληροφόρησε πως το δωμάτιό μας είναι δίκλινο (παρόλο που μέσα βρίσκονταν 3 κρεβάτια) και πως αν μείνουμε και οι τρεις μας σε αυτό, η χρέωση δε θ’ ανέβει. Αν όμως πάμε στο άλλο που έχει χαρακτηριστεί ως τρίκλινο (κι αυτό με 3 κρεβάτια), η χρέωση θ’ ανέβει! Φυσικά διαλέξαμε να μείνουμε και οι τρεις μας στο δίκλινο δωμάτιο με τα τρία κρεβάτια που είχε τρεις πετσέτες, σαπουνάκια κτλ αλλά στο πρωινό που συμπεριλαμβανόταν στην τιμή, μόνο δύο από τους τρεις είχαμε δικαίωμα! Δε ρωτήσαμε τίποτα άλλο, δεν προσπαθήσαμε να λύσουμε τις απορίες μας, απλώς κοιμηθήκαμε.
Το επόμενο πρωί, ξυπνήσαμε πριν καλά-καλά ξημερώσει γιατί είχαμε ακούσει ιστορίες για την αυστηρότητα των ελέγχων στα σύνορα της Χιλής. Μοιραστήκαμε οι τρεις μας τα δύο πρωινά και σύντομα βρισκόμασταν στο κτήριο του συνοριακού ελέγχου. Ευτυχώς, μόνο μια οικογένεια είχε φτάσει πριν από ‘μας κι απ’ ό,τι βλέπαμε, δεν ήταν καθόλου χαρούμενοι με όλες τους τις βαλίτσες ανοιχτές στο πεζοδρόμιο και τα πράγματά τους απ’ έξω…Περάσαμε από μια σειρά από γκισέ που κάτι διαφορετικό έλεγχε ο καθένας και συμπληρώσαμε αρκετές δηλώσεις, αιτήσεις και λοιπά χαρτάκια με τα στοιχεία μας. Η ώρα του υγειονομικού είχε έρθει! Όχι για μας, για τις βαλίτσες μας! Στη Χιλή δεν επιτρέπεται να εισαχθούν συγκεκριμένα τρόφιμα και προϊόντα ζωικής ή φυτικής προέλευσης κι αν έχεις κάτι τέτοιο στην αποσκευή σου και δεν το δηλώσεις, το πρόστιμο είναι τσουχτερό. Εμείς, αν και δεν ήμαστε σίγουροι για το ποια από τα πράγματά μας ήταν απαγορευμένα, δηλώσαμε πως όλο και κάτι έχουμε, οπότε σε λίγη ώρα βρισκόμασταν κι εμείς με τη βέσπα άδεια και τα μπαγκάζια μας ξαπλωμένα στο έδαφος! Από όλα όσα είχαμε, χάσαμε μόνο το μέλι μας και καμιά ώρα στο συμμάζεμα μετά! (Όταν θα φτάναμε στο Σαν Πέδρο, θα ανακαλύπταμε στις αποσκευές μας ένα λαθραίο πορτοκάλι, από αυτά που μας είχε δωρίσει ο Ορλάντο. Το άτιμο πορτοκάλι είχε γλυτώσει απ’ τον εξονυχιστικό συνοριακό έλεγχο, είχε επιβιώσει από τον παγετό στο Σούσκες κι απ’ τον καύσωνα στη Φορμόσα και αποτέλεσε ένα πρώτης τάξεως δεκατιανό, όταν ξεμείναμε από τροφή και ψάχναμε απεγνωσμένα για κάτι βρώσιμο στα σαμάρια μας!)
Μπήκαμε στη Χιλή! Από εκεί και μετά, άρχιζε η ανάβαση στο Πάσο δε Χάμα…πρώτη ταχύτητα και ζόρι! Βέβαια η ηρωική βέσπα, μέχρι τα 4725μ υψόμετρο δεν πολυπαραπονιόταν, αλλά μέχρι εκεί! Μετά “μουλάρωσε”…Τέλος για τους ηρωισμούς της βέσπας κι αρχή για τους δικούς μου! Αφού βγάλαμε το φίλτρο κι εξακολουθούσε να αρνείται να ανέβει, μία ήταν η λύση: σπρώξιμο και περπάτημα για το συνεπιβάτη! Μην έχοντας προσαρμοστεί ακόμη στο υψόμετρο, το περπάτημα ήταν εφιαλτικό! Μετά από 3-4 βήματα, αισθανόμουν πως είχα τρέξει σε μαραθώνιο. Ευτυχώς, δεν άργησε να περάσει το πρώτο φορτηγό, που αμέσως όταν ο Στέργιος του έκανε σήμα, σταμάτησε και με πήρε. Πολυτέλεια! Δεν είχα ξαναμπεί σε τόσο μεγάλο φορτηγό. Ο οδηγός από το Περού μου πρόσφερε φύλλα κόκας που δίνουν ενέργεια και μου έμαθε πολλά για την οδήγηση αυτών των οχημάτων. Μιλήσαμε και για την αρχαία Ελλάδα και για τον πολιτισμό των Ίνκας. Ευτυχώς, δεν είχε καμία σχέση με τους οδηγούς-ευαγγελιστές που είχαμε γνωρίσει και που ήθελαν να μας προσηλυτίσουν!
Τα τελευταία 30 χιλιόμετρα για το Σαν Πέδρο δε Ατακάμα είναι μια μεγάλη κατηφόρα όπου τα βαριά φορτηγά κόβουν τελείως ταχύτητα για να μην αντιμετωπίσουν προβλήματα με τα φρένα τους. Πριν την τελική ευθεία λοιπόν, ο οδηγός του φορτηγού με επέστρεψε στον Στέργιο κι αφού προσευχήθηκε στο ροζάριο που κρατούσε, ξεκίνησε. Σε λίγη ώρα το βεσπάκι είχε κατέβει με τους δυο μας πάνω του και μπαίναμε στο πασίγνωστο Σαν Πέδρο δε Ατακάμα! Ανάλογα με το τί αναζητά ο κάθε ταξιδιώτης, το Σαν Πέδρο μπορεί να είναι είτε ιδανικός προορισμός, είτε μέρος προς αποφυγή! Για μας ήταν το δεύτερο. Το χωριό ήταν σαν ένα τουριστικό σκηνικό, κατασκευασμένο αποκλειστικά για τις ανάγκες των επισκεπτών. Έμοιαζε σα να μην υπήρχαν μόνιμοι κάτοικοι. Στα γραφικά δρομάκια του, με τα πλίνθινα χαμηλά κτήρια περπατούσαν μόνο ξένοι. Όλα τα καταστήματα ήταν αφιερωμένα στον τουρισμό: ξενώνες, μίνι-μάρκετ, ταξιδιωτικά γραφεία, καταστήματα με σουβενίρ, καφετέριες, ρεστοράν και μπαρ με “happy hour”. Κάπου εκεί ίσως κάποτε βρισκόταν ένα πανέμορφο γραφικό χωριό, δυστυχώς εμείς δεν το προλάβαμε…
Κατασκηνώσαμε στην αυλή ενός συμπλέγματος με ενοικιαζόμενα δωμάτια με μοναδικό κριτήριο την τιμή κι αρχίσαμε να εξερευνούμε το χωριό. Σύντομα καταλάβαμε πως οι κάτοικοι έχουν αποτραβηχτεί στα περίχωρα κι έχουν παραχωρήσει το κέντρο στους επισκέπτες. Τα “καλά” του τουρισμού τα συναντήσαμε αμέσως: τα πάντα υπερτιμημένα, χωρίς να αντιστοιχεί η ποιότητα των υπηρεσιών ή των προϊόντων στο χρηματικό αντίτιμο. Δε θέλουμε να είμαστε όμως άδικοι. Μέσα σε αυτόν τον τουριστικό πανικό, υπήρχαν κι επιχειρηματίες σωστοί και δίκαιοι. Απλώς, ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που συναντήσαμε ανθρώπους αγενείς κι ανθρώπους που πήγαν να μας εξαπατήσουν δίνοντάς μας λάθος ρέστα ή κάνοντας “λάθος” στο λογαριασμό. Στο Σαν Πέδρο μείναμε 3 μέρες κι αυτό μόνο και μόνο επειδή θέλαμε να οργανώσουμε σωστά το επόμενο μέρος του ταξιδιού μας που ήταν η είσοδος στη Βολιβία, από το Εθνικό Πάρκο Εδουάρδο Αβαρόα. Θέλαμε οπωσδήποτε να δούμε την περιοχή, την ομορφιά της οποίας όλοι όσοι επισκέπτονται, δεν ξέρουν πώς να περιγράψουν!
Οι ηφαιστειακές λίμνες, οι θερμοπίδακες, τα φλαμίνγκο…όλα αυτά τα εντυπωσιακά, βρισκόντουσαν σε υψόμετρο που ξεπερνούσε τα 5000μ και οι δρόμοι ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι απ’ όσα γνωρίζαμε ήδη. Η απόφαση πάρθηκε μετά από πολλή σκέψη: εγώ θα έπαιρνα όλες τις αποσκευές μας, αφήνοντας στον Στέργιο μόνο τα απαραίτητα και θα έκανα τη διαδρομή με αυτοκίνητο, μέσω ενός ταξιδιωτικού γραφείου. Άλλωστε υπήρχαν μερικές εκατοντάδες στο Σαν Πέδρο για να επιλέξω. Θα ήμουν με άλλα 5 άτομα σ’ ένα 4x4 και μετά από 2 διανυκτερεύσεις σε καταφύγιο και σε ξενώνα, θα φτάναμε στη Σαλάρ δε Ουγιούνι, την εντυπωσιακή έρημο αλατιού. Την ίδια περίπου διαδρομή θα ακολουθούσε κι ο Στέργιος μόνος του στο βεσπί. Ζήλευα, αλλά δε θα ήταν καθόλου καλή ιδέα να το επιχειρήσουμε μαζί. Το πρωί της 28ης Ιουνίου, εγκαταλείπαμε το Σαν Πέδρο ξεχωριστά και ξεκινούσαμε το ταξίδι μας στη Βολιβία. Ραντεβού στο Ουγιούνι λοιπόν!
Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;
Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!
2 σχόλια στο “Βόρεια Αργεντινή και Χιλή”
Τελικα δεν τεσταρισες την φιλοξενεια των Χιλιανων…?? Καλο δρομο παιδια…..!!!!!
Να ‘σαι καλά φίλε! Θα την τεστάρουμε…Σε λίγες μέρες θα’ μαστε Χιλή!