Καλύτερη επιλογή απ’το κάμπινγκ Diamand Vert στη Fes δεν θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει! Εντάξει, εκτός κι αν βρίσκαμε πάλι κανέναν couchsurfer βασιλιά με λιμουζίνα να μας κυκλοφορεί στην πόλη και σπίτι με πισίνα. Γιατί μόνο η πισίνα έλειπε από αυτό το υπέροχο μέρος που σου δίνουν για να στήσεις το σκηνάκι σου, να παρκάρεις το αυτοκινούμενό σου ή και να φιλοξενηθείς σε ένα απ’τα κουκλίστικα πέτρινα σπιτάκια του.
Όλα τα υπόλοιπα τα είχες μπροστά στα πόδια σου! Το internet έφτανε μέχρι και στις σκηνές μας, στις τουαλέτες ντρεπόσουν να μπεις ή αν έμπαινες θα τις προτιμούσες για να γευματίσεις (και ναι, για πρώτη φορά συναντήσαμε τουαλέτες ΚΑΙ με χαρτί υγείας στον στάνταρ εξοπλισμό!), είχαμε το πλυντήριό μας για την απαραίτητη μπουγάδα κι επιτέλους χώρο για να ετοιμάσουμε τα γεύματά μας, να πλύνουμε καμιά ντομάτα ρε αδερφέ και να αποφύγουμε το πλύσιμό τους εκεί που άλλοι πλένουν τα πόδια τους (πχ στο καράβι Λιβόρνο – Ταγγέρη που συνέβη κυριολεκτικά)! Όλα αυτά προς 120 Dirham (λιγότερα από 12€) και οι δυο μας ανά βράδυ, τιμή που για τα δεδομένα του Μαρόκου με όσα μέχρι τώρα έχουμε συναντήσει δεν τη λες και ξεφτίλα, αλλά λαμβάνοντας υπόψιν και όλα αυτά που σου παρέχουν, τότε ναι, είναι μια καλή επιλογή.
Στην πόλη της Fes αφιερώσαμε 4 βράδια και κάναμε πάρα πολλά κι ενδιαφέροντα πράγματα κυρίως…εντός κάμπινγκ! Από μαγειρέματα και πλυσίματα, μέχρι κατέβασμα άπειρων ταινιών και μπόλικο κους-κους με ένα γκρουπ 25 Άγγλων που έσκασε στο κάμπινγκ με ένα παλιό Renault φορτηγό, τροποποιημένο κατάλληλα για να κάνει το γύρο της Αφρικής σε 40 εβδομάδες. Πολύ γέλιο έπεσε μπαίνοντας στην πόλη, με τα μηχανάκια που μας πλεύριζαν κάθε τόσο, βλέποντας σε μας τους δύο επόμενους πελάτες που θα ξεναγήσουν στη μεντίνα. Το έκαναν όμως πολύ όμορφα και όχι άγαρμπα. Το έκαναν με τακτ!
Στην αρχή σε ρωτούν από που είσαι, σου λένε διάφορα για τη χώρα σου και πόσο όμορφη είναι και πως έχουν κάποιο φίλο εκεί, σε ρωτούν για το όχημα που οδηγείς και το οποίο φυσικά τους αρέσει πάρα πολύ (καλά στην περίπτωσή μας απόλυτα λογικό) και τέλος πάντων έπειτα από μια κουβεντούλα 1-2 λεπτών σου σκάνε επιτέλους αυτό που θέλουν, δηλαδή να σου πουλήσουν κάτι (δυστυχώς το παραπάνω είναι κανόνας για το 95% των Μαροκινών τους οποίους έχουμε συναντήσει) και στην προκειμένη περίπτωση να σου κάνουν μια ξενάγηση στη μεντίνα, μην τυχόν πας μόνος και χαθείς!
Πιο μέσα και κοντά στη μεντίνα κάναμε το λάθος να μην πάμε αποφασιστικά να παρκάρουμε τα μηχανάκια στην άκρη του δρόμου “α λα ελληνικά” , αλλά να κάνουμε πρώτα έναν κύκλο κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά μας. Τι το θέλαμε; Δεν χρειάζεται να τους δώσεις το δικαίωμα για να σε προσεγγίσουν εννοείται, αλλά αν το κάνεις την έκατσες. Έχεις περικυκλωθεί στη στιγμή! Ένας κυριούλης μάλιστα δεν ξέρω κι εγώ για πόση ώρα έτρεχε ξωπίσω μας φωνάζοντάς μας κάτι (λογικά για πάρκινγκ) και παραλίγο να τον πατήσει ο Θάνος ( 17:20 στο βίντεο “Kenitra, Rabat & Fes” )! Αυτά που σίγουρα κρατάμε απ’τη Fes είναι τα σιροπιαστά γλυκά που φάγαμε απ’τον παππούλη σε κάποιο στενό της μεντίνας με μόλις 10 Dirham και το καφεδάκι που ήπιαμε λίγο παρακάτω. Τα σοκάκια αυτά ήταν βγαλμένα από ταινία και θα μπορούσαμε να τριγυρνάμε με τις ώρες…αν επιτρεπόταν η είσοδος στα μηχανάκια!
Κατά τις 11 το πρωί του Σαββάτου ήμασταν έτοιμοι και φορτωμένοι στα ειδικά κατασκευασμένα gran turismo μηχανάκια μας και ξεκινούσαμε για πιο σοβαρά υψόμετρα και χαμηλότερες θερμοκρασίες επάνω στα βουνά του Άτλαντα. Απ’τις προηγούμενες μέρες ήδη διαβάζαμε στο internet ακόμα και για πιθανή χιονόπτωση στη Midelt, τον επόμενο προορισμό μας, και για γενική πτώση της θερμοκρασίας στην περιοχή, πράγμα που φυσικά αρνούμασταν να πιστέψουμε αφού ήδη βλέπαμε μονοψήφια νούμερα στα θερμόμετρά μας, που μας έκαναν τα βράδια…εφιάλτες, μέσα στα σκηνάκια και τα sleeping bags του 10ευρου! Η διαδρομή και αυτή τη φορά τα είχε όλα. Η καλύτερη περιγραφή που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι πως είδαμε σε μια χώρα, όλα αυτά που θα βλέπαμε σε 3 ~ 4 χώρες!
Στήριξε το ταξίδι μας
Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!
Κάνε μια μικρή συνεισφορά
Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.
ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!Το φόντο, καθαρά ελληνικό. Με ελαιόδεντρα στο πλάι του δρόμου, μέχρι αλπικά τοπία, σε ορεινά στροφιλίκια με μπόλικο πράσινο και αρκετά σπίτια από εκείνα με τις χαρακτηριστικές μεγάλες και τρίγωνες σκεπές (για την απομάκρυνση του χιονιού) που σε έκαναν να στοιχηματίζεις πως είσαι κάπου ανάμεσα Ιταλία – Ελβετία – Αυστρία και μετά απότομα να προσγειώνεσαι στην πραγματικότητα όταν προσπερνάς άλλο ένα μοτοποδήλατο 25 το πολύ 50 κυβικών εκατοστών, φορτωμένο συνήθως με μια οικογένεια πάνω του, και όταν σε προσπερνά ακόμα μια Mercedes της δεκαετίας του 70 είτε ταξί, είτε Ι.Χ. και πάει λέγοντας (εδώ μέσα μπορεί να συναντήσεις και 2 οικογένειες)! Το ότι κινούμασταν σε αφρικανικό έδαφος ήρθε να επιβεβαιώσει η συνάντηση που είχαμε στο δρόμο με αυτά τα αξιαγάπητα πλασματάκια!
Στην αρχή είδαμε ένα τσούρμο από δαύτα να διασχίζουν το δρόμο και το πρώτο και μόνο πράγμα που σκεφτήκαμε ήταν πως πρόκειται για σκυλιά. Αλλά σκυλιά που διασχίζουν το δρόμο χοροπηδηχτά και πηδούν στα δέντρα…λίγο δύσκολο. Το σάντουιτς που είχε ετοιμάσει ο Θάνος για να φάει στο δρόμο, θυσιάστηκε χωρίς δεύτερη σκέψη για μερικές “πετυχημένες” φωτογραφίες! Ευτυχώς που δεν είχαμε και γυαλοκαθαριστήρες στα βεσπάκια μας. Τα πιθηκάκια μάλλον είχαν μια ιδιαίτερη λατρεία με αυτούς και έτσι απ’ το αυτοκίνητο που σταμάτησε ακριβώς δίπλα μας επίσης για φωτογραφίες, τους πήραν, και το ζευγάρι των Γάλλων ιδιοκτητών λίγο έλειψε να σκαρφαλώσει στα δέντρα για να τους πάρει πίσω, φυσικά κατεστραμμένους!
Από εδώ και πέρα η υπόθεση σοβάρεψε για τα καλά. Η κλίση του δρόμου αυξήθηκε, το σκηνικό από πράσινο έγινε πιο βραχώδες κι έρημο, κι ο ήλιος την “έκανε” αφήνοντάς μας να ψάχνουμε λίγη ζεστασιά μέσα στις μπαλακλάβες μας που με δυσκολία ξεθάψαμε από τα έγκατα του λουκάνικου (στρατιωτικός σάκος). Η θερμοκρασία στους 4° Κελσίου! Να ‘ναι καλά η μεγάλη μας θέληση ή για ν’ ακριβολογούμε ο κάλος που έχουμε στον εγκέφαλο, που μας βοήθησαν να ξεπεράσουμε τις όποιες δυσκολίες. Το μόνο που μου έμεινε από εκείνη τη μέρα είναι η αίσθηση που έχεις στο δόξα πατρί όταν τρως γρήγορα κάτι παγωμένο. Ένιωθα αυτό το μούδιασμα ανάμεσα στα μάτια όπως όταν ρουφάς γρήγορα τη γρανίτα σου για να μην σου κάνουν τράκα! Και φυσικά θυμάμαι τον πονοκέφαλο που είχα για όλο το υπόλοιπο της μέρας. Όμορφα πράγματα… 🙂
Με τα πολλά είχαμε φτάσε ένα κλικ πριν τη Midelt και ψάχναμε για κατάλυμα. Κουρασμένοι και παγωμένοι, μαγευτήκαμε απ’ τους καπνούς των ψησταριών ενός χωριού που συναντήσαμε στο δρόμο μας και είπαμε να κάνουμε μια παύση, να τσιμπήσουμε κάτι και να ολοκληρώσουμε το λίγο υπόλοιπο που μας απέμενε. Κάμαμε το ΜΕΓΑ λάθος και σταματήσαμε στον πρώτο κράχτη που μας έκανε νόημα κι έτσι το γεύμα μας κόστισε λίγο παραπάνω απ’ ότι είχαμε συνηθίσει να πληρώνουμε (140 MAD αντί κάτω από 100), συν ότι για τουλάχιστον ένα 20λεπτο τον είχαμε στρωμένο στο τραπέζι μας να μας κάνει τον κλασσικό πρόλογο, σε άπταιστα πάντα αγγλικά, με κατάληξη τι άλλο, να προσπαθεί να μας πουλήσει χάντρες αρχικά και στη συνέχεια να μας ζητά διάφορα πράγματα απ’ τον εξοπλισμό μας.
Ο Θάνος ήταν έτοιμος να πέσει, αλλά ο ακέραιος σαν βράχος χαρακτήρας μου και η τρομαχτική μου όψη με το μούσι που εκτρέφω εδώ και 2 μήνες, έκαναν το κράχτη να κράζει για βοήθεια, φωνάζοντάς με Ali Baba (γεγονός)! Τέλος καλό κι όλα καλά, δεν την ξαναπατάμε. Λίγο πιο κάτω κάναμε στάση στο κάμπινγκ πριν την πόλη, και ακολουθώντας πιστά τους κανόνες αυτού του ταξιδιού, κάναμε τις απαραίτητες ερωτήσεις για τιμές δωματίων, σκηνών, μοτοσυκλετών, ζεστού μπάνιου κτλ. Το κάμπινγκ αποδείχτηκε ιδιαίτερα ακριβό (110 MAD/άτομο σε σκηνή και 380 οι δυο σε καλύβα) και σε συνδυασμό με το γεγονός πως ήταν αρκετά χιλιόμετρα απ ‘την πόλη, αποφασίσαμε να φτάσουμε μέχρι τη Midelt κι εκεί να βρούμε μέρος για ύπνο.
Σοφή επιλογή όπως πάντα! Πολύ τύχη ρε παιδιά μέχρι τώρα. Απ’ την αναποδιά που μας κυνηγούσε στην Ελλάδα (κάποιοι την λένε Σαμαροπαπανδεΐτιδα), να θέλεις να ζήσεις λίγη περιπέτεια, να αποκοπείς απ’ τον έξω ελληνικό κόσμο (για λίγες ώρες) και η τύχη να μην σ’ αφήνει. Μπαίνοντας Midelt κλασσικά μας την πέφτουν από δεξιά κι αριστερά διάφοροι. Τους αποφεύγουμε με εντυπωσιακές τρίπλες, σούζες κι endo (ανύψωση του πίσω μέρους της μοτοσυκλέτας στον εμπρός τροχό υπό την επίδραση τεράστιας επιβραδυντικής δύναμης που ασκείται απ’ το εμπρός φρένο) κι ακολουθήσαμε την ταμπέλα προς “Atlas Hotel”.
Στάση ακριβώς απ’ έξω, ο Θάνος να περιμένει και να φυλάει τα μηχανάκια κι εγώ, ο σκληρός διαπραγματευτή της ελληνικής ταξιδιωτικής τρόικας (μακάρι να το ζούσα!) μέσα, να ξεψαχνίζω τα δωμάτια, τα ντους, και να παζαρεύω για καλύτερη τιμή, ξέρετε κρίση, φτώχεια κι ανεργία στην Ελλάδα και το καθιερωμένο πλέον τροπάρι που έχουμε μάθει νεράκι, μπας κι επιβιώσουμε απέναντι στους αρχικά ανένδοτους Μαροκινούς (αχ και να ‘ξεραν τι τους περιμένει). Τιμή – ταρίφα στα 120 MAD. Στην ερώτησή μου για ίντερνετ η γιαγιά δεν έδειξε σημάδια αντίδρασης και το μόνο που είπε στις απεγνωσμένες μου προσπάθειες να ρίξω την τιμή, ήταν πως δεν είναι το αφεντικό. Του Θάνου του την είχε πέσει, ευτυχώς μόνον ένας, νεαρός με ποδήλατο όσο με περίμενε από κάτω, αλλά αυτό ήταν αρκετό για να τον κάνει να χαλαστεί κάπως με το μέρος και να ανησυχεί για το πού θα παρκάραμε τα μηχανάκια μας το βράδυ. Η γιαγιά πρότεινε πάρκινγκ προς 20 MAD έκαστος ανά βράδυ, αλλά πλέον με τέτοια τιμή μιλούσαμε για σουίτα και όχι για δωμάτιο.
Ο ποδηλάτης ήθελε να μας “βοηθήσει” να βρούμε δωμάτιο (και φυσικά μετά θα ήθελε να μας πουλήσει και κανα κιλίμι), αλλά με συνοπτικές διαδικασίες τον αποφύγαμε (συνέχισε να μας κυνηγάει από πίσω με το ποδήλατο και να φωνάζει) και ακολουθήσαμε τον δρόμο πέφτοντας πάνω στο ξενοδοχείο “Rue de la Biere”. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει κι έτσι δεν είχαμε πολλή διάθεση για διαπραγματεύσεις και μάλλον θα μέναμε εδώ ότι εκτός κι αν συναντούσαμε κάτι τραγικό. Η τιμή για ένα δίκλινο δωμάτιο ήταν αρχικά 250 MAD (σουίτα) και μ’ έναν μαγικό τρόπο που ακόμα προσπαθώ να βρω, κατέβηκε στα 120, που ήταν φεαρ ινάφ για να μας κρατήσει στις ζεστές του κουβερτούλες. Για ίντερνετ και άλλα τέτοια χαζά ούτε λόγος φυσικά, μετά το βλέμμα βοδιού της γιαγιάς. Σκάσε κι έμπαινε είπα στον Θάνο, στον εαυτό μου ήθελα να πω, και έτσι όντως έγινε. Τα μηχανάκια θα τα βάλουμε μέσα στον καφενέ εδώ δίπλα, μας εξηγεί ο παραπάνω από φιλικός υπάλληλος (απ’ ότι καταλάβαμε, αφού η διακριτικότητα που μας χαρακτηρίζει μας απαγόρευε τέτοιου είδους ερωτήσεις).
Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;
Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!
Κάνοντας χρήση της γλώσσας του σώματος που ομιλούμε αμφότεροι άπταιστα, καταφέραμε να καταλάβουμε πως ο καφενές κλείνει κάπου στις 20:00 και ανοίγει την ίδια ώρα το πρωί. Ωραία φάση σκεφτήκαμε, αυτά που τόσο καιρό διαβάζαμε σε άλλα ταξιδιωτικά, για μηχανάκια μέσα σε ρεσεψιόν και σπίτια, τώρα το ζούσαμε. Για όσο θα μέναμε εδώ δεν θα είχαμε τουλάχιστον την έγνοια των βεσπών. Το ξενοδοχείο μην φανταστείτε πως ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Καμιά 10αρια το πολύ, φτωχικά και στριμωγμένα δωματιάκια, που όμως σε σύγκριση με τα σκηνάκια και το γεγονός πως κοιμόμασταν στο έδαφος επί δυο βδομάδες, σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες το βράδυ, και με τις τελευταίες εδώ πάνω στα 1500 μέτρα να πέφτουν κάτω απ’ το μηδέν, μας φάνηκαν σαν δωμάτια στο Hilton.
Η μικρή αυτή πόλη δεν έχει να επιδείξει τίποτα το ιδιαίτερο και αυτό ακριβώς την έκανε πολύ ιδιαίτερη στα μάτια μας! Μικρή σε μέγεθος, με το βενζινάδικό της, την τράπεζά της, φυσικά πάμπολλα μικρά μάρκετ για τα απαραίτητα (κωλόχαρτα κτλ) και το υπέρτατο αγαθό (ΟΚ υπηρεσία) της εποχής μας…INTERNET!!! Ναι, το ξενοδοχειάκι μας είχε τελικά internet και μάλιστα ταχύτητα που στην Ελλάδα δεν είχαμε ματαξαναδεί, όσο απίστευτο κι αν αυτό ακούγεται!
Τελικά κάτσαμε…3 μέρες! Ήταν κι αυτό το κάτι στο κλίμα της πόλης που σε τραβούσε και σε φώναζε να μείνεις λίγο παραπάνω, ειδικά όταν πλησίαζες στο ξενοδοχείο και άρχιζαν να σκάνε στο κινητό οι ειδοποιήσεις από facebook, emails και ολόκληρους κύκλους επεισοδίων του “The big bang theory” που είχαν κατέβει στο φτερό! Όχι το ίντερνετ δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση κριτήριο στην επιλογή καταλύματος όπως μπορείτε να καταλάβετε. Δύο νύχτες σκοπεύαμε να καθίσουμε, αλλά τη Δευτέρα το πρωί η κούραση των προηγούμενων ημερών, το κρύο και οι τεράστιες κακουχίες που μέχρι τώρα έχουν κάνει το ταξίδι μας ένα μικρό άθλο, με βούτηξαν στον ύπνο ως τις 11:00 σχεδόν, οπότε η μέρα ήταν μάλλον χαμένη για χιλιόμετρα και μάλλον κερδισμένη για κουκούλωμα κάτω απ’ τις ζεστές κουβέρτες και άπειρες ταινίες…εεεε σχεδιασμό του υπόλοιπου ταξιδιού μας.
Μετά το φιάσκο της κυριακάτικης μακαρονάδας, με το Θάνο στη θέση του σεφ να το παρακάνει λίγο απ’ τον ενθουσιασμό του για την πεντανόστιμη σάλτσα που είχε..αγοράσει απ’ το σούπερ μάρκετ και να γεμίζει τους τοίχους, τις κουβέρτες και τα κρεβάτια με αυτή την ανεξίτηλη (δεν καθάριζε με ΤΙΠΟΤΑ) νοστιμιά, είπαμε αυτή τη φορά να δοκιμάσουμε αλλού την τύχη μας και να ακούσουμε την πρόταση του κυριούλη της ρεσεψιόν. Πήγαμε λοιπόν με το χαρτάκι που έγραφε πως μέναμε στο ξενοδοχείο ανά χείρας, για να μας περιποιηθούν κατάλληλα (ευτυχώς δεν παρατήρησαν τους τοίχους) και φάγαμε στο εστιατόριο Merzouga λίγο πιο κάτω. Παραγγείλαμε tajine με μοσχαράκι, είχε λίγο για δείγμα μέσα, κοτόπουλο στη σούβλα και όπως πάντα, ήρθαν μαζί με αυτό το υπέροχο ψωμί τους (που όπως λέει ο συνταξιδιώτης μου θυμίζει τη δική μας κουραμάνα), ψιλοκομμένη ντοματούμα με κρεμμυδάκι (μαροκινή σαλάτα) και λίγες ελιές.
Στα 100 MAD το γεύμα, φέαρ ινάφ και αυτό, αν και το tajine δεν μας συγκίνησε ιδιαίτερα, αφού μας φάνηκε σαν μια κακή εκτέλεση του δικού μας τουρλού, στο πιο νερόβραστο και άγευστο. Γενικότερα όλο αυτό το διάστημα που είμαστε στο δρόμο, ελάχιστες είναι οι φορές που φάγαμε έξω. Μαγειρεύουμε το δικό μας φαγητό, 9 στις 10 φορές μακαρονάδα, κόβουμε και από καμιά σαλάτα και τη βγάζουμε και πολύ νόστιμα και πάρα πολύ οικονομικά, τρώγοντας έξω συνήθως μόνον όταν έχουμε να βγάλουμε πολλά χιλιόμετρα. Το πρωί τιμάμε ιδιαίτερα το ψωμί τους (το βρίσκεις από 1,5 dirham!), κάνοντάς το σάντουιτς με λίγα λαχανικά (πιπεριά, αγγούρι, ντομάτα) και μετά σβήνουμε την αλμύρα απ’ τα χείλη συνδυάζοντάς το με λίγο μελάκι.
Μετά τα βουνά σειρά είχε η έρημος και συγκεκριμένα το χωριό Hassi Labied, 2,5 χιλιόμετρα πριν τη Merzouga. Δεν ξέρουμε τι, αλλά κάτι μας κέρδισε στο μικρό κάμπινγκ Océan des dunes που βρήκαμε πρώτο στο GPS μας. Κάναμε όπως πάντα τις γυροβολιές μας σε όλα τα κάμπινγκ τριγύρω πριν αποφασίσουμε, εννοείται πως ήταν όλα ακριβότερα απ’ το δικό μας (αλλά μας φάνηκαν λίγο πιο κυριλέ, με πισίνες κτλ – κλάιν, όπως λέει ο συνταξιδιώτης) και ενδίδοντας στα μόλις 30 dirham ανά άτομο ανά βράδυ, με όλα τα κομφόρ στο στάνταρ εξοπλισμό, όπως ζεστό μπάνιο και φυσικά ίντερνετ (ναι γατάκια, ίντερνετ ακριβώς δίπλα στην έρημο Σαχάρα) και κυρίως στον πολύ χαμογελαστό και φιλικό Μαροκινό ιδιοκτήτη, βρεθήκαμε για μια ακόμα φορά να στήνουμε τις σκηνές μας. Το έχουμε πάρει το κολάι όμως, και δεν μασάμε. Εκεί που είχαμε το στήσε – ξέστησε της σκηνής μαι μεγάλη και βαρετή διαδικασία στο μυαλό μας, τώρα είναι μια ακόμα απλή διαδικασία, ανάμεσα σε όλα αυτά που φυσιολογικά κάνουμε. Κοιμόμαστε, τρώμε, πάμε τουαλέτα, στήνουμε σκηνές. Η καθημερινή μας πλέον ρουτίνα.
Στο χωριό είχαμε τρία όμορφα βράδια, με εμένα να έχουν πάρει τα μυαλά μου αέρα και να νομίζω πως καβαλάω KTM, προσπαθώντας να ανεβώ αμμόλοφους και τον Θάνο να τους ανεβοκατεβαίνει κάθε πρωί με τα πόδια, όντας πιο συντηρητικός και προσέχοντας τη βέσπα του σαν τα μάτια του. Εγώ μιας και φοράω ήδη γυαλιά και δεν έχω και τίποτα ιδιαίτερα μάτια για να προσέξω, είπα να το ρίξω λίγο έξω και να κάψω κανένα δισκάκι συμπλέκτη παραπάνω, έτσι για το γαμώτο, για να έχω 1-2 φωτογραφίες και κανα βιντεάκια απ’ την μικρή αυτή επίσκεψη στην έρημο. Θα ήθελα πάντως να αφιερώναμε πολλές ακόμα μέρες εδώ (λίγο ακόμα και θα έκανα 10 ολόκληρα μέτρα χωρίς να βουλιάξω στην άμμο) αλλά έχοντας λίγο την πίεση χρόνου απ’ τις βίζες της Μαυριτανίας που είχαμε ήδη βγάλει, είπαμε πως θα ήταν καλύτερο να μοιράσουμε τα χιλιόμετρα σε περισσότερες μέρες και να ξεκινήσουμε έτσι για Ouarzazate, 360 χιλιόμετρα μακρυά από δω, τα περισσότερα χιλιόμετρα που θα επιχειρούσαμε να βγάλουμε σε μια μέρα.
Είχαμε βρει και κατάλυμα! Θα μέναμε στο σπίτι του Αμπντέλ, που δέχτηκε να μας φιλοξενήσει μέσω couchsurfing. Ναι, ακόμα και σε μικρές πόλεις όπως η Ouarzazate ή ακόμα και σε μικρότερες αν είσαι “τυχερός” θα βρεις κάποιον να σε φιλοξενήσει. Και η λέξη τυχερός φυσικά είναι σχετική. Ο Αμπντέλ δεν ήταν Νικολά (ο Ιταλός που μας φιλοξένησε στη Senigalia). Ήταν ένας πολύ φτωχός άνθρωπος, με βιοτικό επίπεδο δυστυχώς πολύ πιο κάτω απ’ το δικό μας, έμενε σε μια συνοικία από πλινθόκτιστα μικρά σπιτάκια, το ένα κολλητά στο άλλο, με μικρά στενά δρομάκια να σε οδηγούν εκεί, στα οποία ίσα-ίσα χωρούσαν οι βέσπες, και φυσικά δεν ζούσε μόνος.
Ζούσε μαζί με την γυναίκα του και την αδερφή της και τα δύο του παιδάκια. Μάλιστα όταν πήγαμε περίμεναν και κόσμο. Θα ερχόταν ένας υποψήφιος γαμπρός, για να ζητήσει το χέρι της αδερφής της γυναίκας του από αυτόν, μιας και οι γονείς της έπεφταν λίγο μακρυά όπως μας είπε και αυτή τη στιγμή τον ρόλο του πατέρα της τον είχε αναλάβει ο ίδιος. Έτσι καθίσαμε σε μια γωνιά περιμένοντας κι εμείς πως θα συμμετάσχουμε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, η οποία όμως για κάποιο λόγο έγινε στα αραβικά (ούτε καν στα γαλλικά).
Αυτοί να μιλούν για χωράφια, προίκες και οικογενειακά θέματα (λογικά) κι εμείς για μια ακόμα φορά για Σαμαρ-ass, Σκουριές και τα της Ελλάδος. Φυσικά δεν καταλήξαμε πουθενά και μετά από λίγη ώρα βουβαμάρας (δικής μας) το πάρτι τελείωσε και η οικογένεια του γαμπρού αποχώρησε. Κοιμόμασταν ήδη όρθιοι, αλλά όπως σας είπα το σπίτι ήταν ιδιαίτερα μικρό και ο χώρος που θα στρώναμε να κοιμηθούμε ήταν το σαλόνι. Επιτέλους ύπνος! Τα βεσπιά μας θα κοιμόντουσαν στο διπλανό σπίτι, είχε κανονίσει ο Αμπντέλ να τα στριμώξουμε μέσα, ανεβάζοντάς τα απ’ τις σκάλες μ’ ένα μαδέρι, για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήσυχοι.
Το πρωί, μετά από έναν πολύ καλό υπνάκο, ήμασταν έτοιμοι να αναχωρήσουμε. Θα θέλαμε να κάτσουμε παραπάνω, αλλά δεν νιώθαμε και πολύ άνετα. Ο Αμπντέλ έπρεπε να πάει στη δουλειά και γυρνούσε σπίτι αργά τη νύχτα (περίπου στις 23:00) και αυτό που μας είχε προτείνει ήταν να ξεκινήσουμε μαζί του την ημέρα μας νωρίς το πρωί, να μας σημειώσει ορισμένα σημεία της πόλης που άξιζαν μια επίσκεψη και να επιστρέφαμε με το καλό όλοι μαζί το βράδυ. Κάτι σαν υπερμαραθώνιος μας ακούστηκε αυτό, και μας έδωσε επίσης την εντύπωση πως δεν ήταν και η καλύτερή του να μας αφήσει μόνους με την οικογένειά του στο σπίτι, αν και μετά όταν μας είδε να δυσανασχετούμε κάπως μας είπε να ακολουθήσουμε το πρόγραμμα που μας αρέσει, αλλά δεν μας έπεισε.
Συν το γεγονός πως το σπίτι ήταν λίγο μικρό και νιώθαμε να τους γινόμαστε βάρος, αλλά να ζοριζόμαστε κι εμείς λίγο (όχι δεν είχε ασύρματο ίντερνετ…), πήραμε την απόφαση να δούμε την Ouarzazate μια άλλη φορά, αφήσαμε στην οικογένεια κάποια πραγματάκια που δεν τα χρειαζόμασταν και τόσο, σαν μια μικρή ανταπόδοση προς τη φιλοξενία τους και την κάναμε με ελαφρά πηδηματάκια προς Marrakech.
Η αλήθεια είναι πως το couchsurfing στο Μαρόκο μας προβλημάτιζε εξαρχής, αλλά θέλαμε να το δοκιμάσουμε, να δούμε πως είναι δυνατόν άνθρωποι πολύ φτωχότεροι από εμάς να έχουν μια τέτοια άνεση με τη χρήση του διαδικτύου, σε σημείο να έχουν ανακαλύψει σελίδες όπως το couchsurfing, που στην Ελλάδα ελάχιστοι γνωρίζουν τι εστί! Να το κάνουν από καλή καρδιά, επειδή είναι παραπάνω από φιλόξενοι ή μήπως αποτελεί μια ακόμη μέθοδο για να συμπληρώνουν τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό; Εμείς σίγουρα δεν μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα από τη μια και μοναδική εμπειρία που μέχρι στιγμής έχουμε, αλλά νιώθουμε πως το τελευταίο, το ότι δηλαδή είναι ένα έξτρα γι’ αυτούς εισόδημα (είτε σε μετρητά, είτε σε αντικείμενα που τους χαρίζουν οι φιλοξενούμενοι), είναι μάλλον μια πιο ρεαλιστική εξήγηση, σε συνδυασμό φυσικά με τα άλλα δύο πρώτα γνωρίσματά τους.
Σε υψόμετρο 2.300m μέσα στα σύνεφα!
Από Ouarzazate προς Marrakech.
Και η πρώτη μας, ευτυχώς μικρή βροχή, έπειτα από έναν τέλειο μήνα!
Υ.Γ. +32° 40′ 48.27″, -4° 44′ 31.92″ αυτές είναι οι συντεταγμένες του ξενοδοχείου “Rue de la Biere” για όσους σκοπεύουν να επισκεφτούν τη Midelt.
11 σχόλια στο “Βουνά του Άτλαντα κι έρημος Σαχάρα”
Συνεχίστε με ασφάλεια και υπομονή ΕΙΜΑΣΤΕ μαζί σας ..snowboardholics
καλη συνεχεια παιδια και παλι μπραβο
Καλά, οι φωτογραφίες με τη βέσπα στους αμμόλοφους είναι όλα τα λεφτά!
Bravissimo….
Μια χαρά τα περνάτε! Καλή συνέχεια!
Μπράβο αγορινες μου.. Αμα συνεχίσετε έτσι θα πάρω βέσπα LML …
Φιλουρες και καλή συνέχεια…
awesome so far guys .. keep rocking
Μπράβο σας ρε παιδιά!!!! χαιρόμαστε σαν να ήμασταν μαζί σας!!!
Ευχαριστούμε και χαιρόμαστε που σου άρεσε!
Το couchsurfing το χρησιμοποιούμε και για τους 2 λόγους που αναφέρεις.
Το να γνωρίζεις πως ζει κάποιος από πρώτο χέρι και όχι από περιγραφές άλλων εννοείται πως μετράει για εμάς
αλλά δεν θα κρύψουμε πως μετράει και το ότι ο ύπνος δεν μας κοστίζει τίποτα.
Λεφτά δυστυχώς ΔΕΝ υπάρχουν!
Περίμενα πως και πως αυτές τις ημέρες μια καινούρια ιστορία και επιτέλους
.Πολύ ωραία περιγραφή.Το couchsurfing το χρησιμοποιείται πιο πολύ για την εμπειρία του να μείνεις σε ένα τοπικό σπίτι και να γνωρίζετε καλύτερα την κουλτούρα η για να την βγάζετε δωρεάν;Απίστευτο πάντως όντως που και σε αυτά τα μέρη είναι γνωστό.
μπραβο βρε παιδια,ωραιες φωτο, ακομα καλυτερη γραφή,μου θυμιζει τον πανουτσο οταν εγραφε για το “μοτό”