Παραγουάη λοιπόν! Συγκεκριμένα, με το που περάσαμε τα σύνορα, βρεθήκαμε στη Σιουδάδ ντελ Έστε. Η πρώτη πόλη της Παραγουάης που βλέπαμε, ήταν διαφορετική απ’ ό,τι είχαμε συνηθίσει έως εκείνη την ώρα. Πιο χαώδης, πιο πολύβουη…μπορεί βέβαια να ήταν απλώς η ιδέα μας. Αυτό που σίγουρα δεν ήταν η ιδέα μας όμως, ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στον εθνικό δρόμο που ενώνει τη Σιουδάδ ντελ Έστε με την Ασουνσιόν. Ο κύριος οδικός άξονας αυτής της πλευράς της χώρας είχε μόνο μια λωρίδα ανά κατεύθυνση και η κίνηση φορτηγών αλλά και μικρότερων αυτοκινήτων ήταν ιδιαίτερα αυξημένη καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Από τα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα, καταλάβαμε τον βασικό άγραφο κανόνα για τα δίτροχα οχήματα στη χώρα: έπρεπε να κινούμαστε στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης (ή βοηθητική λωρίδα, ή πώς τη λένε τελοσπάντων…). Όλες οι μοτοσυκλέτες – μικρότερες ή μεγαλύτερες – κινούνταν εκεί και μάλιστα, όταν κάποια στιγμή τολμήσαμε να βγούμε στην κανονική λωρίδα κυκλοφορίας, δεχτήκαμε αγριεμένα κορναρίσματα από τους οδηγούς αυτοκινήτων. Οφείλω ακόμη να αναφέρω μια σημαντική λεπτομέρεια που ολοκληρώνει τον σουρεαλισμό της κατάστασης: στη βοηθητική λωρίδα, όπου ήμαστε αναγκασμένοι να κινούμαστε, υπήρχαν ανά τακτά διαστήματα σαμαράκια ώστε να αποτρέπεται η οδήγηση εκεί, πράγμα αρκετά παράλογο αφού ήταν σαφές πως δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να χοροπηδάμε κάθε 10-20 μέτρα! (δε θα σταθώ στο να περιγράψω την ποικιλία από ακατάλληλες λέξεις που χρησιμοποίησε ο Στέργιος για να εξηγήσει πόσο τον κούραζε αυτό!)
Πέρα από αυτή τη μικρή λεπτομέρεια με το δρόμο, το ταξίδι κυλούσε ομαλά και σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, θα χρειαζόμασταν 2-3 μερούλες για να φτάσουμε στην πρωτεύουσα Ασουνσιόν που απείχε μόλις 330χμ. Είχαμε διαβάσει πως οι τιμές γενικά στην Παραγουάη είναι χαμηλές, οπότε χωρίς άγχος αποφασίσαμε να κινούμαστε με κατεύθυνση προς Ασουνσιόν μέχρι να βρούμε ένα κατάλυμα για το βράδυ. Μετά από μια-δυο ερωτήσεις σε ξενοδοχεία που βρίσκαμε στο δρόμο μας, πήραμε μια εικόνα για τις τιμές, που εντάξει, δεν ήταν ακριβές, αλλά ως συνήθως εμείς ψάχναμε το οικονομικότερο. Όλως τυχαίως, την ώρα που ρωτούσα στο μάλλον ακριβότερο ξενοδοχείο της περιοχής, περνούσε απ’ έξω ένα τύπος που κρατούσε τουριστικούς χάρτες με μπόλικες διαφημίσεις ξενοδοχείων. Ανάμεσα σε αυτές, το μάτι μας πήρε και τη διαφήμιση ενός κάμπινγκ, όχι πολύ μακριά από εκεί που ήμασταν. Τρέχοντας λοιπόν κι αφού ευχαριστήσαμε τον τύπο, ξανακαβαλήσαμε το βεσπάκι και μετά από 9-10χμ βρισκόμασταν στο κάμπινγκ “Nativa Nautic Club” στη μικρή πόλη Juan E. O’leary. Είχε ήδη αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι, αλλά το φως που είχε απομείνει μας έκανε να καταλάβουμε πως πρόκειται για ένα όμορφο μέρος. Το αρχικό πλάνο ήταν να μείνουμε 1 βράδυ και μετά συνέχεια για Ασουνσιόν. Χμμμ…τελικά δεν έγινε έτσι ακριβώς. Το 1 βράδυ σύντομα έγινε “2-3 και βλέπουμε”, αφού το μέρος έμοιαζε με παράδεισο!
Στήσαμε τη σκηνή μας υπολογίζοντας προσεκτικά την απόσταση από τις τουαλέτες, την απόσταση από τη λίμνη και την απόσταση από τις εγκαταστάσεις του κάμπινγκ – το wifi ήταν βασική παράμετρος! Το στήσιμο σκηνής σε άδειο κάμπινγκ πρέπει να γίνεται μετά από πολύπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς και σοβαρή σκέψη! Οι επόμενες 10 (τελικά) μέρες που μείναμε στο συγκεκριμένο μέρος κύλησαν με τον πιο όμορφο τρόπο – εντάξει 2-3 παραφωνίες τις είχαμε, αλλά ας τις βαφτίσω “πολιτισμικές διαφορές” κι ας μην τις αφήσω να επηρεάσουν την ηρεμία της διαμονής μας…(θα εξηγήσω σε λίγο). Κάθε μέρα ξύπνημα, πρωινό καφεδάκι συνοδευόμενο από επικίνδυνα πλούσιες ποσότητες ψωμιού, είτε με μαρμελάδα Γκουάβα, είτε με τα γνωστά κι αγαπημένα λαχανικά: ντομάτες, πιπεριές, αγγούρια και πολύ κρεμμύδι. Θα μιλήσω όμως λίγο ακόμη για τις γαστρονομικές μας ανακαλύψεις και συγκεκριμένα για το τυρί. Ναι, το τυρί! Το “queso Paraguay” που δοκιμάσαμε για πρώτη φορά αγορασμένο κατ’ ευθείαν από τον παραγωγό. Ως φαν του τυριού (εμ, τι; μόνο ο Στέργιος θα αγοράζει 1 κιλό κρεμμύδια; θα πάρω κι εγώ 1 κιλό τυρί!), οφείλω να ομολογήσω πως ίσως το παράκανα λιγάκι! Σε κάθε συνταγή μου από εκείνη τη μέρα που πρωτοδοκιμάσαμε αυτό το τυρί, κατάφερνα κι έβρισκα τρόπο να το εντάξω! Δυστυχώς όμως, το παραδοσιακό “queso Paraguay” δεν καταφέραμε να το ξαναβρούμε πουθενά στην πρωτεύουσα…κρίμα!
Τί έλεγα; Α, ναι! Μετά το πρωινό μας κι αφού ο ήλιος είχε ζεστάνει για τα καλά τη μέρα, σειρά είχε η βουτιά στη λίμνη! Δροσερό νερό, ηλιοθεραπεία…τί άλλο να ζητήσουμε;! Οι εγκαταστάσεις του κάμπινγκ καινούριες και πεντακάθαρες κι αφού βρεθήκαμε εκεί κατά τη χαμηλή σεζόν, τις απολαμβάναμε ολομόναχοι. Μόνο ο ευγενέστατος φύλακας με την οικογένειά του βρίσκονταν μαζί μας. Μέχρι που ήρθε το σαββατοκύριακο: από το πρωί του Σαββάτου άρχισαν να έρχονται επισκέπτες, ωστόσο χωρίς σκηνές, πράγμα που μας έκανε να πιστεύουμε (ελπίζουμε) πως δε θα διανυκτερεύσουν μαζί μας. Οι πρώτοι επισκέπτες ήταν μια ομάδα 40-50 ατόμων διαφόρων ηλικιών, προερχόμενοι από κάποιο εκκλησιαστικό κολέγιο. Το πρόγραμμα του γκρουπ περιελάμβανε ομαδική προσευχή, ομαδικούς ψαλμούς εκκλησιαστικών ύμνων και ομαδικά…παιχνίδια! Δε μπορώ να πω, τους χαρήκαμε! Διελκυστίνδα, κρυφτό, γλίστρημα σε νάιλον γεμάτο σαπουνάδες…πλάκα είχε. Το μόνο που δεν είχε τόση πλάκα ήταν πως όλες αυτές οι δραστηριότητες ξεκίνησαν πρωί-πρωί και το “εκκλησιαστικό” ξύπνημα δεν είναι από τα καλύτερά μας!
Στήριξε το ταξίδι μας
Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!
Κάνε μια μικρή συνεισφορά
Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.
ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!Πριν που έλεγα όμως για “πολιτισμικές διαφορές”, αναφερόμουν κυρίως σε μια άλλη συνήθεια κάποιων Παραγουανών που έχει να κάνει με 3 βασικά στοιχεία: 1) πολλή μπύρα 2) πολύ δυνατή μουσική 3) πολύ μεγάλη έλλειψη κοινής λογικής. Εξηγούμαι εκφράζοντας την απορία μου: γιατί μια παρέα 5-6 ανδρών να έρθει με ένα τεράστιο οικιακό ή επαγγελματικό ηχείο σε ένα άδειο κάμπινγκ, να το στήσουν ακριβώς δίπλα στη μοναδική σκηνή μέσα σε πάνω από 6 στρέμματα κενού χώρου, να το βάλουν να κοιτά προς την πλευρά της σκηνής και ν’ αρχίσουν να ακούνε reggaeton όσο πιο δυνατά γίνεται, ψήνοντας μπριζόλες, πίνοντας μπύρες και “γκαρίζοντας”;! Ποτέ δεν καταλάβαμε…μόνο όταν ο Στέργιος άρχισε να ψελλίζει κάτι ακατάληπτα αλλά ελαφρώς επιθετικά λόγια κι εγώ πλέον δεν άκουγα ούτε τη σκέψη μου από τη φασαρία, πήγα και τους ρώτησα σε θυμωμένα κι αμφιβόλου ποιότητας ισπανικά, το εξής: “Παιδιά, κανένα πρόβλημα με τις επιλογές σας…μόνο μια ερώτηση: υπάρχει λόγος που είστε σχεδόν πάνω μας”. Αφού με κοίταξαν λίγο απορημένοι που παραδόξως εμείς δε διασκεδάζαμε, τα μάζεψαν και με την ίδια απορία, απομακρύνθηκαν…
Τέρμα η γκρίνια κι επιστροφή στις παραδεισένιες μέρες! Όσο καιρό μέναμε στο Juan E. O’leary, ο καιρός ήταν υπέροχος…ελληνικό καλοκαίρι σε νησί! Η εφαρμογή για τον καιρό που είχα στο κινητό μου τηλέφωνο όμως, επέμενε: την ερχόμενη Κυριακή στις 18.00′ θα βρέχει, θα έχει καταιγίδες και γενικά θα πνιγεί ο τόπος από το νερό! Μπααα, υπερβολές! Εκείνη λοιπόν η Κυριακή ήρθε! Από το πρωί η μέρα ήταν όπως όλες οι υπόλοιπες: θαυμάσια! Ειρωνευτήκαμε λίγο τις αποτυχίες των καιρικών προγνώσεων και βουτήξαμε στη λίμνη. Για να μην τα πολυλογώ, στις 18.00′ γρήγορα-γρήγορα και χωρίς άλλη προειδοποίηση, τα σύννεφα μαζεύτηκαν, μαύρισαν, άρχισε να κάνει κρύο και ξεκίνησε η βροχή. Αυταααα….τα υπόλοιπα προβλέψιμα: τρέξιμο στη σκηνή, μάζεμα των μη αδιάβροχων υπαρχόντων μας , και μικρή κρίση αγανάκτησης όταν ήρθε η ώρα να δεχτούμε πως η σκηνή μας πλέον μπάζει…πολύ!
Ο γλυκύτατος φύλακας του κάμπινγκ όμως μας βοήθησε να γλιτώσουμε από βέβαιο πνιγμό. Οι τέσσερεις μας, μαζί με τη γυναίκα του, κουβαλήσαμε μια τέντα στηριγμένη σε μεταλλικά κοντάρια και τη βάλαμε πάνω από τη σκηνή μας. Τουλάχιστον τώρα θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε μόνο τα νερά που ανάβλυζαν από το πάτωμα της σκηνής κι όχι από την οροφή! Μετά από 2 μερούλες συνεχόμενης βροχής, το κάμπινγκ έμοιαζε με πολύ όμορφο και προσεγμένο βάλτο! Σε κάθε πάτημα στο γκαζόν, τα πόδια μας βυθίζονταν σε νερό! Παραδόξως όμως, δεν ήταν τόσο ενοχλητικό όσο θα φανταζόταν κανείς γιατί ο καιρός δεν ήταν κρύος και άλλωστε, όπως λέει και η ρήση: ο βρεγμένος δε φοβάται τη βροχή! Ο ήλιος ξαναβγήκε, τα πράγματά μας στέγνωσαν και η απόφαση να αναχωρήσουμε (δυστυχώς) πάρθηκε. Μετά από 10 υπέροχες μέρες, εγκαταλείψαμε το Juan E. O’leary με κατεύθυνση προς Ασουνσιόν. Ήμασταν σίγουροι πως όπου να είναι φτάνει και το δέμα που περιμέναμε από την Ελλάδα με το ταχυδρομείο και βιαζόμασταν να πάμε να το παραλάβουμε…ευσεβείς πόθοι…
Η απόσταση από εκεί που βρισκόμασταν ως την Ασουνσιόν ήταν περί τα 260 χιλιόμετρα και οι επιλογές ήταν είτε να ξεκινήσουμε πρωί-πρωί και να φτάσουμε την ίδια μέρα, είτε να διανυκτερεύσουμε κάπου ενδιάμεσα και να συνεχίσουμε για Ασουνσιόν την επομένη. Είχαμε βρει άλλωστε και κάποιο κάμπινγκ στη διαδρομή, οπότε δεν αγχωνόμασταν να φύγουμε κι από τα χαράματα. Χωρίς να έχουμε ιδέα φυσικά για το τί θα ακολουθούσε εκείνη τη μέρα, τα μαζέψαμε και με ένα βάρος στην καρδιά που εγκαταλείπαμε ένα τόσο όμορφο μέρος, αναχωρήσαμε. Εθνικός δρόμος, φορτηγά, σαμαράκια στη λωρίδα ασφαλείας, μερικά μουχλιασμένα ντόνατς που τελικά δε φάγαμε σε ένα βενζινάδικο και η ώρα περνούσε ήσυχα. Όταν πλέον άρχισε να σουρουπώνει, ξεκινήσαμε να βρούμε κατάλυμα για τη νύχτα. Δυστυχώς το κάμπινγκ που είχαμε βρει στο χάρτη ήταν ακόμη μακριά, οπότε αρχίσαμε να αναζητούμε τη λύση ενός χόστελ κατά μήκος της εθνικής οδού. Η αλήθεια είναι πως είχε πολλά καταλύματα, αλλά όταν αρχίσαμε να ψάχνουμε πιο επισταμένα, συνειδητοποιήσαμε πως όλα ήταν “μικρές φωλίτσες αγάπης” που σε χρέωναν με την ώρα και σου υπόσχονταν απόλυτη εχεμύθεια! Μάταια προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε σε έναν υπάλληλο πως είμαστε “νόμιμοι” και πως απλώς θέλουμε να κοιμηθούμε το βράδυ. Η τιμή εξακολουθούσε να υπολογίζεται με την ώρα, οπότε δε μας έπαιρνε…
Η μοναδική επιλογή λοιπόν, ήταν να συνεχίσουμε ως το κάμπινγκ που είχαμε ήδη βρει στο GPS. Όταν πια είχε νυχτώσει για τα καλά, φτάσαμε. Ωστόσο η κεντρική πόρτα ήταν κλειστή και μόνο από ένα πλαϊνό πορτάκι μπήκα εγώ για να βρω το φύλακα. Σκοτάδι, ησυχία και στο βάθος μια εκκλησία…πού ήμαστε; αφού έφτασα σε κάτι το οποίο έμοιαζε με το σπιτάκι του φύλακα, άρχισα να φωνάζω μπας και με ακούσει κανείς. Όντως, μετά από λίγο, βγήκε ένας νέος άνδρας που όταν του είπα πως θέλουμε να περάσουμε τη νύχτα εκεί, άρχισε να μου εξηγεί πως έπρεπε να είχαμε πάρει άδεια από τον υπεύθυνο ο οποίος λείπει και για να μην τα πολυλογώ, μου είπε πως είναι αδύνατο να μας ανοίξει. Τί να του εξηγώ την κατάσταση, τί να βάζω και λίγο παραπάνω μελόδραμα…ανένδοτος. Στη συνέχεια, κατάλαβα πως αυτό το κάμπινγκ ανήκε σε κάποια εκκλησία και μάλλον αν δεν ήσουν με κάποιον τρόπο μέλος της, δεν είχες ελπίδα. Πίσω στο χωριό λοιπόν για να ρωτήσουμε αν υπάρχει φτηνός ξενώνας – εντάξει, και για να φάμε και μερικά empanadas! Αφού μας επιβεβαίωσαν πως υπάρχει, ξεκινήσαμε για να τον βρούμε. Ήταν πολύ κοντά, αλλά λόγω της βροχής των προηγούμενων ημερών, ο δρόμος είχε μετατραπεί σε ένα τεράστιο λασπόλουτρο και δυστυχώς για τη φορτωμένη βέσπα, τα πράγματα δεν ήταν ευοίωνα.
Κούραση, νεύρα…άλλη λύση ήταν να διανυκτερεύσουμε στη σκηνή μας δίπλα σε κάποιο βενζινάδικο, αλλά εγώ ακόμη τότε ήμουν άμαθη κι αγχωνόμουν με τέτοιες επιλογές (τώρα τα βενζινάδικα έχουν γίνει τα αγαπημένα μου…δωρεάν wifi, ντους, ενδιαφέρουσες συναντήσεις με άλλους ταξιδιώτες…). Ξεκινήσαμε λοιπόν να πάμε προς Ασουνσιόν ψάχνοντας για κατάλυμα κι ό,τι γίνει…αμ, δεν είχαμε φανταστεί όμως τί θα γινόταν! Σταματήσαμε στην περιοχή Aregua για να ρωτήσουμε σε ένα ξενοδοχείο. Από τη ρεσεψιόν βγήκε μια ευγενέστατη κοπέλα που μας ενημέρωσε πως το δωμάτιο κοστίζει 35ευρώ! Για κανένα λόγο δε θα μέναμε εκεί, αλλά την ώρα που πήγα να ανέβω στη βέσπα και να φύγουμε, ο Στέργιος συνειδητοποίησε πως μόλις είχε κοπεί η ντίζα του συμπλέκτη. Ήταν από τις στιγμές που σου έρχονται στο μυαλό βρισιές που ούτε που ήξερες πως γνωρίζεις! Παγιδευμένοι λοιπόν, ρωτήσαμε αν είναι δυνατό να στήσουμε τη σκηνή μας στην πίσω αυλή γιατί μόνο 10 δολάρια θα μπορούσαμε να διαθέσουμε (δεν ήταν ψέμματα, μας είχε τελειώσει και το τοπικό συνάλλαγμα…). Η κοπέλα, που φαινόταν γλυκύτατος άνθρωπος μας είπε πως η αφεντικίνα της δεν αφήνει να στήσουμε τη σκηνή, αλλά πως θα προσπαθούσε η ίδια να την πείσει να μας αφήσει να μείνουμε σε ένα από τα φτηνά δωμάτια με την προϋπόθεση να φύγουμε την άλλη μέρα το πρωί και να πληρώσουμε μόνο 10 δολάρια. Την ευχαριστήσαμε με όλη μας την καρδιά και περιμέναμε τα αποτελέσματα…Μετά από λίγο ή ίδια κοπέλα ήρθε και χαμογελώντας μας είπε πως έπεισε την ιδιοκτήτρια να μείνουμε. Τέλεια! (νομίζαμε τότε)
Το δωμάτιο αρκετά βρώμικο και αχρησιμοποίητο για καιρό, αλλά αυτό δε μας ενοχλούσε καθόλου. Μάλιστα, συνειδητοποιήσαμε πως ανήκε στην ομάδα “δωμάτια με την ώρα” και πως μάλλον η ιδιοκτήτρια απέφευγε να δείχνει αυτά τα δωμάτια σε τουρίστες. Κοιμηθήκαμε, ξεκουραστήκαμε και το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε με την επισκευή της βέσπας. Το ξενοδοχείο μισοάδειο, η ιδιοκτήτρια εξαφανισμένη και η ρεσεψιόν κλειστή. Σκεφτήκαμε πως η ιδιοκτήτρια θα δείξει κατανόηση στο πρόβλημα και πως θα μας αφήσει να μείνουμε στην αυλή του ξενοδοχείου της μέχρι να τελειώσουμε με την επισκευή. Κατά τις 12, κι ενώ δεν ήταν κανείς μέχρι τότε στο ξενοδοχείο, ήρθε η χτεσινή γλυκύτατη κοπέλα και με χαμηλωμένο βλέμμα μας είπε πως πρέπει να πληρώσουμε άλλα 10-20 δολάρια επειδή μείναμε παραπάνω. Της εξηγήσαμε πως δεν έχουμε σκοπό να κρατήσουμε το δωμάτιο – άλλωστε τα περισσότερα πράγματα μας ήταν ήδη έξω – και πως μάταια ψάχναμε κάποιον να τον ενημερώσουμε πως το μόνο που θέλαμε ήταν λίγος χρόνος στην αυλή. Σε κάθε ξενοδοχείο/ξενώνα οι πελάτες μπορούν να περάσουν κάποιο χρόνο εντός του χώρου μετά το “check-out”. Η κοπέλα φαινόταν φοβισμένη από κάτι κι όταν απαιτήσαμε να δούμε την ιδιοκτήτρια, καταλάβαμε και τον λόγο. Η ιδιοκτήτρια προφανώς είχε θέματα διαχείρισης θυμού!
Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;
Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!
Ήρθε λοιπόν! Μια γυναίκα γύρω στα 60, αγενέστατη από την αρχή ως το τέλος! (μάλιστα, είχαμε σκεφτεί πως αν μας κρατήσει αυτήν την τιμή, θα μπορούσαμε να μείνουμε και 2-3 μερούλες παραπάνω…) Μόλις την είδαμε, απλώς θέλαμε να εξαφανιστούμε το γρηγορότερο δυνατόν από εκείνο το “κλουβί με την τρελή”! Άρχισε να φωνάζει και να χτυπιέται και μέσα στο παραλήρημα της να μας λέει πως της είχαμε υποσχεθεί πως α) θα φύγουμε πριν χαράξει, β) θα φύγουμε πριν τις 6 και γ) θα φύγουμε πριν τις 5. Σε κάθε μέρος του παραληρήματος, άλλαζε και λίγο την “υπόσχεσή” μας. Σε κάποιο άλλο σημείο μάλιστα, μας είπε πως θα καλέσει την αστυνομία. Η καημένη όμως, νόμισε πως θα μας τρόμαζε, αλλά όταν της είπαμε “Ναι, σας παρακαλώ, καλέστε την αστυνομία, θα χαρούμε να εξηγήσουμε ακριβώς τί συνέβη!”, αποσυντονίστηκε τελείως. Κοκκίνισε ολόκληρη και άρχισε να παραληρεί ακόμη πιο πολύ! Μας απειλούσε πως έχει τα στοιχεία μας κι εμείς την ενημερώσαμε πως δεν μας έχει κόψει απόδειξη, με ένα χαμόγελο στα χείλη. Κάπου εκεί, η βέσπα ετοιμάστηκε και αφού για τελευταία φορά με ψυχραιμία της ανακοινώσαμε πως θεωρούμε παράλογο, αν όχι παράνομο, να την πληρώσουμε τα τυχαία ποσά που ζητά, φορέσαμε τα κράνη για να φύγουμε.
Χαιρετίσαμε την κατάχλωμη από φόβο κοπέλα που όλη αυτή την ώρα στεκόταν σε μια γωνιά, εξηγώντας της πως η ίδια είναι καταπληκτικός άνθρωπος και μακάρι να μην είχε τόσο κακό αφεντικό κι επιχειρήσαμε να κατευθυνθούμε προς την έξοδο. Αμ δε! Η ιδιοκτήτρια είχε μπει στο αυτοκίνητό της και με τον κινητήρα αναμμένο μας περίμενε. Κάπου εκεί αγχωθήκαμε! Κι αν μας κυνηγήσει; Κι αν μας βγάλει εκτός δρόμου; Από το αυτοκίνητό της ούρλιαζε πως εδώ είναι η Παραγουάη, πως εδώ είναι το σπίτι της και διάφορα άλλα ακατάληπτα…Σε μια στιγμή που φάνηκε πως αφαιρέθηκε, φύγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, αλλά με την επιτάχυνση της βέσπας, ήταν θέμα δευτερολέπτων να μας προλάβει. Με το που την είδαμε πίσω μας, βγήκαμε στο πλάι του δρόμου και δε θα κουνιόμασταν από εκεί που ήμαστε αν δεν έφευγε. Αλλά δεν έφευγε! Άρχισε πάλι να λέει διάφορα για την αστυνομία και πως είμαστε εγκληματίες, αλλά εμείς αμετακίνητοι. Μάλιστα τη βιντεοσκοπήσαμε κιόλας ώστε αν μας πατήσει με το αυτοκίνητο, να βρούμε μετά θάνατον το δίκιο μας! Σε μια στιγμή που υποτίθεται πως καλούσε την αστυνομία (την υπάλληλό της καλούσε, όπως είδαμε) κι ενώ υπήρχαν αρκετά αυτοκίνητα στον δρόμο, αιφνιδιαστικά φύγαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση και αυτό ήταν, δε μπόρεσε να μας ακολουθήσει. Κρίμα, πολύ κρίμα να συναντάς ανθρώπους κακούς, χωρίς ίχνος ανθρωπιάς. Δε μας ένοιαζε καθόλου για μας. Είχαμε το δίκιο με το μέρος μας και ούτως ή άλλως θα φεύγαμε και δε θα την ξαναβλέπαμε ποτέ. Σκεφτόμουν όμως την υπάλληλό της και το τρομαγμένο βλέμμα της όταν διαδραματιζόταν αυτός ο παραλογισμός.
Η χαλασμένη μας διάθεση σε λίγη ώρα έφτιαξε και πλέον μπαίναμε στην Ασουνσιόν! Μια βδομαδούλα, ίσως 10 μέρες ήταν το πρόγραμμα να μείνουμε στην Ασουνσιόν. Κάθε άλλο παρά ακριβείς οι προβλέψεις μας γι’ ακόμη μια φορά!
2 σχόλια στο “Παραγουάη (μέρος Α)”
Ρε την τρελη…..Τι να πω? “ο πνιγμενος απο τα μαλλια του πιανεται” λεει ο λαος. Στεργιοοοοοοοοο μαλλον πνιγηκες.. Μπραβο παιδια να ειστε γεροι κ δυνατοι γιατι τα υψομετρα ειναι δυσκολα στην Χιλη.Να ειστε παντα καλα να σας διαβαζουμε κ να ταξιδευουμε μαζι σας
Μιλάμε για πολύ τρέλα όμως!!!