Τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα πια για το βεσπάκι μας, που πάλι έδειχνε να έχει προβλήματα.
Από τη Concepción φύγαμε με σκοπό να περάσουμε τα σύνορα για Αργεντινή όσο πιο σύντομα γινόταν. Ο Κίτσος από καιρό έδειχνε να μη λειτουργεί σωστά. Εμείς αρχικά νιώθαμε εμπιστοσύνη στο βεσπάκι μας, γιατί του είχαμε κάνει σέρβις στο Μπουένος Άιρες ακριβώς 3 μήνες πριν. Όμως σύντομα αποδεχτήκαμε πως τα πράγματα δεν πήγαιναν και πολύ καλά. Ο κινητήρας φαινόταν να χάνει τη δύναμή του, ενώ άλλοτε “μπούκωνε” κι έπαιρνε μπρος με δυσκολία. Άλλες φορές νιώθαμε πως κάτι τον φρενάρει, αλλά μόνο υποθέσεις μπορούσαμε να κάνουμε για την ώρα. Έτσι λοιπόν, επικοινωνήσαμε με έναν μηχανικό στο San Juan της Αργεντινής και το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να καταφέρουμε να φτάσουμε ως το γκαράζ του, 1000 χιλιόμετρα δρόμο από εκεί που ήμασταν.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Το τελευταίο βράδυ μας στη Χιλή μας άφησε μια γλυκόπικρη γεύση αφού, ενώ πήραμε την άδεια να κατασκηνώσουμε πίσω από ένα βενζινάδικο στον αυτοκινητόδρομο, τελικά μόλις έπεσε ο ήλιος, ο υπεύθυνος άλλαξε γνώμη και μας σήκωσε άρον-άρον και με αγενέστατο τρόπο. Αυτό είχε ως συνέπεια να βρεθούμε μέσα στα σκοτάδια στον αυτοκινητόδρομο στη μέση του πουθενά, χωρίς να ξέρουμε πού να περάσουμε τη νύχτα. Τελικά, σ' ένα πάρκινγκ για φορτηγά, αφού εξηγήσαμε στον φύλακα την επικίνδυνη κατάσταση στην οποία είχαμε βρεθεί, εκείνος μας επέτρεψε να κατασκηνώσουμε. Το επόμενο πρωί κόψαμε τη βασιλόπιτα, (ένα ατομικό ψωμάκι στο οποίο χώσαμε ένα κέρμα) το φλουρί έπεσε στον Κίτσο και ξεκινήσαμε με αισιοδοξία για τα σύνορα.
Περάσαμε από το Paso Pehuenche, το οποίο γνωρίζαμε πολύ καλά, αφού είχαμε ξαναπεράσει – με αντίθετη κατεύθυνση τότε – λίγο καιρό πριν. Το ταξίδι μας δεν ήταν ακριβώς διασκεδαστικό, αφού ο κινητήρας του Κίτσου ακουγόταν λάθος – πράγμα που δε μας άφηνε να χαλαρώσουμε. Τη διαδρομή προς τα βόρεια ως το El Sosneado την ξέραμε. Μείναμε στο δημοτικό κάμπινγκ του Malargüe και χωρίς πολλά-πολλά συνεχίσαμε για Mendoza. Στα περίχωρά της, μας περίμενε ένας βεσπάκιας που είχε ειδοποιήσει ο μηχανικός από το San Juan. Μείναμε στο σπίτι του ένα βράδυ και από εκεί, την επόμενη μέρα φτάσαμε αφυδατωμένοι και κατάκοποι στον προορισμό μας. Η κατάσταση του Κίτσου όλο και χειροτέρευε, αλλά και η δική μας δεν πήγαινε πίσω. Ήταν μέσα Ιανουαρίου – κατακαλόκαιρο στο νότιο ημισφαίριο – και η ζέστη στην περιοχή ήταν ανυπόφορη. Ο ήλιος έκαιγε τα κεφάλια μας και νιώθαμε πως θα λιποθυμήσουμε. Η ανησυχία μας για το αν θα καταφέρναμε να φτάσουμε επιδείνωνε τον πονοκέφαλό μας.
Στήριξε το ταξίδι μας
Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!
Κάνε μια μικρή συνεισφορά
Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.
ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!Τα νέα όμως όταν φτάσαμε δεν ήταν και τα καλύτερα. Τα ανταλλακτικά που χρειαζόμασταν έρχονταν από το Μπουένος Άιρες, αλλά μέχρι να φτάσουν, ο μηχανικός θα έφευγε για διακοπές με την οικογένειά του και έπρεπε να τον περιμένουμε δυο βδομάδες να γυρίσει και να μας φτιάξει το μηχανάκι. Το μόνο καλό σε αυτή την ιστορία ήταν πως για όσο καιρό χρειαζόταν να μείνουμε στο San Juan, ο Raul ένας βεσπάκιας που ήταν και πρόεδρος του τοπικού Vespa Club, μας προσέφερε το διαμέρισμά του. Περάσαμε όμορφα με τον Raul, τη σύντροφό του Selva και τη μητέρα της, αλλά το μυαλό μας ήταν κολλημένο στον Κίτσο που βρισκόταν καθηλωμένος στο κλειστό γκαράζ του μηχανικού.
Τέλη Ιανουαρίου το βεσπάκι μας ήταν επιτέλους έτοιμο και, με μια πιο αισιόδοξη διάθεση ξεκινήσαμε από το San Juan με προορισμό τη Βόρεια Αργεντινή και τη Βολιβία! Η χαρά μας όμως δεν κράτησε για πολύ. Ήδη από την πρώτη μέρα στον δρόμο, άρχισαν πάλι τα προβλήματα. Κάθε φορά που έσβηνε ο κινητήρας, δυσκολευόταν πολύ να ξαναπάρει μπρος, όμως βρισκόμασταν σε πλήρη άρνηση: “Αποκλείεται να έχει πρόβλημα, μόλις το φτιάξαμε!” λέγαμε και συνεχίζαμε. Βέβαια, το δρομολόγιο άλλαξε άμεσα. Τα πλάνα για Βολιβία ματαιώθηκαν και στρίψαμε για Παραγουάη. Εκεί υπήρχαν ανταλλακτικά και παράλληλα θα μας έστελναν από το scootershop.gr ένα καινούργιο κυλινδροπίστονο για να τελειώνουν τα προβλήματα μια και καλή.
Με την ψυχή στο στόμα είχαμε καταφέρει να φτάσουμε λίγο μετά την πόλη της Καταμάρκα, μια πόλη που καθώς περνάγαμε από τον περιφερειακό της, ένιωσα στενοχώρια που δε θα βλέπαμε. Το ταξίδι μας είχε μετατραπεί σε έναν αγωνιώδη αγώνα δρόμου, με συνεχείς αντιξοότητες και προβλήματα. Μοναδικό μας μέλημα ήταν να φτάσουμε κάπου χωρίς να μείνουμε στον δρόμο. Νιώθαμε και οι δύο κούραση και σκεφτόμασταν πως αυτό που κάναμε δεν είχε νόημα. Σ' ένα μικρό δημοτικό κάμπινγκ έξω από την Καταμάρκα, όταν προσπαθήσαμε να βάλουμε μπρος, συνειδητοποιήσαμε πως ο κινητήρας δεν έχει συμπίεση. Επικράτησε η λογική και αποφασίσαμε πως αν το επόμενο πρωί καταφέρουμε το βεσπάκι να λειτουργήσει, τότε θα γυρίσουμε κατευθείαν στην Καταμάρκα να αναζητήσουμε κάποια λύση. Αν δεν έπαιρνε μπρος, ήδη ο γείτονάς μας στο κάμπινγκ είχε προσφερθεί να μας φορτώσει στο φορτηγάκι του και να μας πάει εκείνος.
Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;
Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!
Το θαύμα έγινε και ο Κίτσος πήρε μπρος! Καταλήξαμε λοιπόν σ' ένα άλλο κάμπινγκ, αυτή τη φορά μόνο 4 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης κι επιχειρήσαμε ν' ανοίξουμε τον κινητήρα. Όταν ο Στέργιος άνοιξε την κεφαλή του κυλίνδρου, διαπιστώσαμε πως το ένα από τα δύο ελατήρια του πιστονιού έχει σπάσει. Αυτό ήταν! Ήμασταν καθηλωμένοι για τα καλά...
Οι μέρες στο κάμπινγκ περνούσαν βασανιστικά αργά. Η ζέστη και η απραξία, καθώς επίσης και η παντελής έλλειψη πλάνου μας είχαν εξουθενώσει. Στο κάμπινγκ δεν είχε ούτε ίντερνετ, ούτε κάλυψη κινητής τηλεφωνίας και έπρεπε να περπατάμε 8 χιλιόμετρα (πήγαινε-έλα) μέσα στο λιοπύρι για να φτάσουμε στην πόλη και να επικοινωνήσουμε με τον έξω κόσμο. Δε γινόταν να συνεχίσουμε έτσι. Για πρώτη φορά στο ταξίδι μας, αποφασίσαμε να νοικιάσουμε ένα διαμέρισμα με τον μήνα και να ξεκουραστούμε – να καθαρίσει το μυαλό μας και να δούμε τι θα κάνουμε.
Το σπίτι που νοικιάσαμε ήταν ένα μικρό, όμορφο διαμέρισμα μέσα στην ήσυχη πόλη της Καταμάρκα. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, είχαμε τον χώρο και την ηρεμία μας. Παραγγείλαμε καινούργια ελατήρια πιστονιού και μόλις έφτασαν, ο Στέργιος έσπευσε να τα τοποθετήσει. Ήμασταν εκνευρισμένοι και απογοητευμένοι από τη δουλειά που είχαν κάνει οι μηχανικοί στον κινητήρα του καημένου του Κίτσου. Επιτέλους, το πάθημα μας είχε γίνει μάθημα και υποσχεθήκαμε πως από δω και πέρα, κανείς δε θα βάζει χέρι στο βεσπάκι μας παρά μόνο εμείς!
Ο Κίτσος είχε επανέλθει πλήρως, οι μέρες του Φεβρουαρίου ήταν μετρημένες κι επιτέλους σε πολύ λίγο θα ξαναβγαίναμε στον δρόμο. Αμ, δε! Λίγο πριν φύγουμε, χάλασε το λάπτοπ του Στέργιου και φυσικά, έπρεπε να μείνουμε μέχρι να επισκευαστεί. Κάτι οι αργεντίνικοι ρυθμοί, που δεν είναι οι πιο σβέλτοι, κάτι και το δικό μας βόλεμα στο διαμερισματάκι μας, μπήκε ο Μάρτιος. Τότε άρχισαν να φτάνουν στα αυτιά μας οι ειδήσεις για έναν καινούργιο ιό...
ΥΓ Ένας ολόκληρος χρόνος πέρασε στην Καταμάρκα, την πόλη που είχα στενοχωρηθεί επειδή δε θα έβλεπα όταν τον Ιανουάριο του '20 περάσαμε από τις παρυφές της, ανίδεοι ακόμη για το τι έμελλε να γίνει. Η πανδημία μας ανάγκασε ν' αλλάξουμε όλα μας τα σχέδια, ίσως και τη φιλοσοφία μας για τη ζωή σ' έναν βαθμό. Τελικά, δε γυρίσαμε στην Ελλάδα με το ξέσπασμα του κορονοϊού. Μείναμε στην Αργεντινή, που μας φέρθηκε όμορφα, πολύ όμορφα. Αρχές του '21 μετακομίσαμε από την Καταμάρκα στο Μπουένος Άιρες όπου μείναμε ενάμιση ακόμη χρόνο. Μέσα από κάτι τόσο κακό, καταφέραμε και βγήκαμε όχι μόνο αλώβητοι, αλλά και ευγνώμονες για τις ευκαιρίες που μας δόθηκαν και που αξιοποιήσαμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.