Έφυγα λοιπόν σαν κυνηγημένος από την Ναμίμπια, προσπαθώντας να σώσω κάνα ευρώ. Όπως ήταν αναμενόμενο, το πέρασμα απ’ τη μια χώρα στην άλλη ήταν μακράν το ευκολότερο και γρηγορότερο όλης της Αφρικής. Θεωρητικά οι μπάτσοι πρέπει να σε ψάξουν, οι τελώνιδες να ψάξουν τα χαρτιά σου κ.λ.π., αλλά στην πράξη δεν έγινε τίποτα απ’ όλα αυτά. Ήταν αργά το απόγευμα και όλοι είχαν το μυαλό οπουδήποτε αλλού, εκτός απ’ το να ελέγξουν τα χαρτιά μου κι εμένα. Δεν με χάλασε καθόλου! Μόνον μια σφραγίδα στο διαβατήριο μου ρίξανε, η οποία ήταν η βίζα μου στην ουσία, και μου έδινε το δικαίωμα παραμονής στη χώρα για 90 μέρες.
Πολύπτυχο δεν χρησιμοποίησα γιατί μετά από λίγες μέρες θα έληγε, οπότε και θα το έστελνα πίσω στην Ελλάδα. Μια άλλη χρήσιμη, νομίζω, πληροφορία για το πολύπτυχο, είναι ότι οι χώρες της Νοτίου Αφρικής, της Ναμίμπια, της Μποτσουάνα, του Λεσότο, και της Σουαζιλάνδης αποτελούν μια κάποιου είδους ένωσης, κι έτσι μπορείς να το σφραγίσεις ανάλογα (είναι σαν να μπαίνεις σε μια χώρα). Η είσοδος όμως θέλει προσοχή (τουλάχιστον στην Ν.Α.), και καλό θα είναι να απαιτήσετε απ’ τις αρχές μια σφραγίδα ή κάτι που να πιστοποιεί πως μπήκατε στη χώρα νόμιμα, για να μην έχετε μπερδέματα αργότερα όπως παραλίγο να έχω εγώ*.
Όπως και για πολλές χώρες της Αφρικής, έτσι και για την Νότια Αφρική είχα ακούσει απίθανες ιστορίες τρόμου. Για ληστείες που γίνονται μέρα μεσημέρι, για κόσμο που κυκλοφορεί κι οπλοφορεί σκοτώνοντας για ένα κινητό τηλέφωνο, για το περιβόητο “carjacking”, και για μύρια άλλα! Όπως και για κάθε άλλη χώρα, έτσι και για τη Νότια Αφρική, προσπάθησα να κρατήσω όλες αυτές τις ιστορίες στην άκρη του μυαλού μου, και να μπω χωρίς να’ μαι προκατειλημμένος ή φοβισμένος. Πληροφοριακά, για την Ν.Α. Άκουσα τόσες ιστορίες, όσες για όλες τις άλλες χώρες συνολικά! Τις δύο πρώτες βραδιές τις πέρασα κατασκηνώνοντας ελεύθερα στη φύση. Δηλαδή όχι και τόσο ελεύθερα, αφού αυτοί οι κωλοφράχτες της Ναμίμπια συνεχίζονται κι εδώ, και σε πολλά μάλιστα σημεία, είναι διπλοί και τριπλοί! Οπότε αυτό που έκανα, ήταν να έχω τα μάτι μου δεκατέσσερα, δεξιά κι αριστερά, για κάποιο χωματόδρομο που να διασταυρώνεται με τον κεντρικό πάνω στον οποίο ταξίδευα προς Πρετόρια, και να οδηγώ πάνω σ’ αυτόν για δυο – τρία χιλιόμετρα, ώστε ν’ απομακρυνθώ αρκετά και να στήσω το αντίσκηνο. Σχεδόν πάνω στον δρόμο, κολλητά με τους φράχτες κάποιες φορές @#$%^&* ! Πέρα απ’ τους πολυαγαπημένους μου φράχτες, ένα ακόμα πράγμα που με εντυπωσίασε, ήταν και η οδήγηση των νοτιοαφρικανών, σε αυτά τα πρώτα μου χιλιόμετρα. Ακόμα απορώ πως έφτασα ζωντανός στην Πρετόρια. Τι προσπεράσεις στο ένα εκατοστό μου έκαναν πενταξονικά φορτηγά, τι να’ ρχονται αυτοκίνητα απ’ το αντίθετο ρεύμα κατά πάνω μου πάνω στη στροφή, τι να με προσπερνούν απ’ τ’ αριστερά (!) ενώ εδώ η οδήγηση γίνεται στην αριστερή μεριά του δρόμου, σε δρόμους διπλής κατεύθυνσης με μόνο μία (1) λωρίδα ανά κατεύθυνση! Σκέτη τρέλα!
Ένα άλλο προβληματάκι που είχα ν’ αντιμετωπίσω, ήταν πως ξαφνικά και χωρίς να ξέρω το γιατί, η μέγιστη ταχύτητα που μπορούσα ν’ αναπτύξω, ήταν 80kmh. Έκανα υπομονή την πρώτη μέρα, αλλά δεν άντεξα άλλο την βαρετή ευθεία κι έτσι έκανα στην άκρη και μέσα σε 2 λεπτά άλλαξα το μανιατό, το οποίο και θεώρησα βασικό ύποπτο για το πρόβλημα. Δυστυχώς, μάλλον ευτυχώς, δεν ήταν το μανιατό που έφταιγε. Αμέσως έστρεψα την προσοχή μου στο καρμπιρατέρ. Ξεβίδωσα το καπάκι του και έσφιξα όποια βίδα βρήκα μπροστά μου. Πολλές ήταν έτοιμες να φύγουν, τελείως λάσκα! Ίσως κάποιες να είχαν ήδη αποδράσει. Ποιος νοιάζεται εφόσον το βεσπάκι δουλεύει; Θετική σκέψη πάνω απ’ όλα! Μετά από τη μικρή αυτή επέμβαση, ο κόφτης ανέβηκε στα 100km/h, αλλά και πάλι το μοτέρ δεν απέδιδε τα μέγιστα. Δεν κατάλαβα τι έφταιγε, μέχρι τη στιγμή, ενάμιση μήνα αργότερα, όταν επισκέφτηκα την Piaggio στο Γιοχάνεσμπουργκ και πληροφορήθηκα πως βρίσκομαι σε υψόμετρο σχεδόν 1.800 μέτρα! Το θεματάκι λύθηκε με την τοποθέτηση του κατάλληλου ζιγκλέρ.
Στην Πρετόρια είχα ένα δωμάτιο που με περίμενε, στο σπίτι του XXX. Στο σπίτι τους έμεινα για 9 μέρες και είχα πολύ ενδιαφέρουσες εμπειρίες μαζί τους, άκουσα πολλές ιστορίες για τη ζωή στην Ν.Α. και τα “καλά” του απαρτχάιντ, και γενικότερα είδα εκ των έσω πως ζει και σκέφτεται μια μέση νοτιοαφρικάνικη οικογένεια. Στην Ν.Α. η κοινότητα του CS (couchsurfing) είναι ευτυχώς μεγάλη, κι έτσι έναν περίπου μήνα τον πέρασα σερφάροντας καναπέδες σε Πρετόρια, Γιοχάνεσμπουργκ και Hennops River, γνωρίζοντας κάποια πολύ αξιόλογα άτομα όπως τον Abrie, τον Rob και τον Tom. Αυτόν τον μήνα τον αφιέρωσα σε μια μικρή αναδιοργάνωση του ταξιδιού, ανανεώνοντας το διαβατήριο, επισκευάζοντας τη σκηνή, φρεσκάροντας τη βέσπα και βολτάροντας φυσικά αριστερά – δεξιά. Ας ξεκινήσω απ’ τα απλά, απ’ τα φαινομενικά απλά. Ακούς ανανέωση διαβατηρίου και λες, ΟΚ, θα είναι ευκολάκι. Πληρώνω, περιμένω, παίρνω το καινούργιο και την “κάνω”. Αμ δε…Εδώ μιλάμε για ΕΛΛΗΝΙΚΟ διαβατήριο μάστορα!!! Πρέπει να καταστρώσεις ολόκληρο σχέδιο για να πάρεις ένα καινούργιο, απλό, ρημαδοδιαβατήριο. Και εξηγούμαι. Αυτό που είχα έληγε τον Ιανουάριο του 2016. Είχα δηλαδή έναν ολόκληρο χρόνο και κάποια ρέστα ακόμα, όμως στην πραγματικότητα, ήταν λιγότερο από εννέα μήνες, αφού σε πολλές (αν όχι σε όλες) χώρες απαιτούν να έχεις τουλάχιστον έξι μήνες “αέρα” για να σου επιτρέψουν την είσοδο. Το δικό μου πρόβλημα δεν ήταν η ημερομηνία λήξης. Ήταν πως μου είχε μείνει μονάχα μια σελίδα κενή, κι έτσι δεν μπορούσα να πάω πουθενά. Πήρα λοιπόν τον δρόμο για την ελληνική πρεσβεία στο κέντρο της Πρετόρια. Όπως ήταν λογικό κι αναμενόμενο, αφού ο πληθυσμός των Ελλήνων εδώ είναι πολύ μεγάλος, η οργάνωσή της και η εξυπηρέτηση του “πελάτη” ήταν άψογη, ακριβώς όπως και σε μια…τράπεζα.
«Καλησπέρα σας, παρακαλώ καθίστε! Πως θα μπορούσαμε να σας εξυπηρετήσουμε;»
Μπλιάξ! Δεν μπορούσε να υπάρχει κι εδώ μια κοινότητα ελληνική σαν κι εκείνη του Κονγκό; Να είναι λίγο πιο ορίτζιναλ οι άνθρωποι; Τέλος πάντων, τελείως άστοχη η σύγκριση αλλά τι να κάνω, ήλπιζα να γίνει κι εδώ ένα θαύμα και να ζήσω ακόμη μια ωραία εμπειρία με έντονη ελληνική γεύση. Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, γνώρισα κάποιους αξιόλογους ανθρώπους, αλλά ήταν ελάχιστα μεμονωμένα περιστατικά, εδώ κι εκεί. Ο Πάμπος με την οικογένειά του και η Ξένια είναι οι μόνοι που μου έρχονται αυτή τη στιγμή, και φυσικά η Έφη (!), η οποία όμως δεν είναι Νοτιοαφρικάνα, ούτε μένει μόνιμα εκεί, και για την οποία πρέπει κανονικά να κάνω ένα ξεχωριστό αφιέρωμα για την φοβερή φιλοξενία της και το πόσο πολύ με βοήθησε σε ότι κι αν χρειάστηκα!
Ξέρω συγκρίνω μια πρεσβεία με μια κοινότητα, πράγματα τελείως διαφορετικά, σε δυο χώρες που καμία σχέση δεν έχουν μεταξύ τους. Αλλά συνάντησα αρκετούς Έλληνες σε Πρετόρια και Γιοχάνεσμπουργκ, οι οποίοι κάθε άλλο παρά να μου ανοίξουν την όρεξη να γνωρίσω την ελληνική κοινότητα κατάφεραν. Ας πάμε όμως πίσω στο θέμα μας, στην τράπεζα…την πρεσβεία εννοώ, Εκεί αφού κατάφερα να πείσω την υπάλληλο να δεχτεί το αίτημά μου για ανανέωση (αρχικά κολλούσαμε στο γεγονός πως δεν ήμουν μόνιμος κάτοικος Ν.Α. – και τι θες να κάνω κυρά μου, μήπως να πάρω τη βέσπα και να γυρίσω Ελλάδα για ένα διαβατήριο; ) είχαμε να λύσουμε τον γρίφο Νο2. Πότε θα έληγε το καινούργιο διαβατήριο; Θα έχει καινούργια ημερομηνία λήξης μετά από πέντε χρόνια όπως είναι λογικό ή θα έχει την ίδια με το παλιό; Για μαντέψτε. Πολύ σωστά μαντέψατε! Μετά από δύο εβδομάδες αναμονής, έλαβα την απάντηση. Μόλις είχα ξοδέψει τσάμπα σχεδόν εκατό ευρώ και σε έξι μήνες θα πρέπει να ξαναψάχνω για πρεσβεία όπου διάολο κι να’ μαι (μου πρόσθεσαν απλώς σελίδες)! Γιατί οι άνθρωποι είναι πάνω απ’ όλα επαγγελματίες…ΜΑΛΑΚΕΣ!!! (προσοχή – δεν αναφέρομαι στους υπαλλήλους της πρεσβείας, αλλά σε όσους ευθύνονται γι’ αυτή τη ΜΑΛΑΚΙΑ!!!)
Έχοντας κάνει μια τρύπα στο νερό λοιπόν, συνέχισα για την επίλυση του επόμενου προβλήματος που ακούει στο όνομα “σκηνή σπασμένη σε χίλια σημεία, με χαλασμένα φερμουάρ”. Το καημένο το αντίσκηνο μέσα σε δέκα μήνες είχε καταντήσει να μοιάζει περισσότερο με αυτά τα αυτοσχέδια τσαντίρια που στήνουν στις καντίνες πηγαίνοντας προς Χαλκιδική, παρά με εκείνο το ενισχυμένο, αδιάβροχο και σούπερ – ανθεκτικό στον αέρα σκηνάκι που είχα αγοράσει! Για τον σπασμένο σκελετό του, δεν μπορούσα να κάνω και πολλά, οπότε τον είχα τυλίξει παντού με δυο δάχτυλα μονωτική ταινία, ευχόμενος ν’ αντέξει για άλλα δύο, τρία, το πολύ τέσσερα χρονάκια ακόμα, όσα δηλαδή θα ταξιδεύω. Τον είχα επίσης μπασταρδέψει και με κάποια κομμάτια σκελετού από άλλες σκηνές τουριστών που γνώριζα εδώ κι εκεί, οπότε και βαστούσε ακόμα η κατασκευή. Το θέμα εδώ και κανένα μήνα ήταν τα φερμουάρ της, τα οποία δεν υπήρχε περίπτωση και με κανένα μνημόνιο να κλείσουν (ευτυχώς ρίχνοντας μερικά καντήλια άνοιγαν). Την καινούργια σκηνή την ξεχνάμε τελείως σαν επιλογή ($$$), οπότε τι μας μένει; Να βρούμε μια μοδίστρα για να μας τ’ αλλάξει, πάρα πολύ σωστά. Ο Πολ ήξερε πολλά καταστήματα που κατασκεύαζαν σκηνές (οι Νοτιοαφρικάνοι έχουν τρέλα με την κατασκήνωση, τα τροχόσπιτα και τα 4Χ4), αλλά δυστυχώς κανένας τους δεν ασχολείται με αυτές τις ψεύτικες “made in China” σκηνές, παρά μόνο με μεγάλες, οικογενειακού μεγέθους, φτιαγμένες από καμβά. Η μόνη λύση ήταν ο Οσμάν, ένας Ινδός με κατάστημα ειδών ραπτικής στην γειτονιά μας, απ’ το οποίο θα αγόραζα τα φερμουάρ και μέσω αυτού θα βρίσκαμε και μια μοδίστρα από αυτές με τις οποίες συνεργάζεται, για να μας κάνει τη δουλειά. Όσο κι αν φαίνεται σαν μια πολύ απλή διαδικασία, μου έφαγε τρεις (3) ολόκληρες εβδομάδες απ’ τη ζωή μου, συν δύο κουτιά ηρεμιστικά χάπια! Αρχικά απέρριψα το πρώτο “κοτέισιον”, quotation, ή ελληνιστί, προσφορά (πως μ’ αρέσει αυτή η λέξη) των 900 ράντ, και κατέληξα στο άλλο, των 600 (περίπου 43€). Η τιμή περιελάμβανε την αγορά των φερμουάρ (7 μέτρα) αλλά και την εργασία. Δύο βδομάδες αργότερα με ειδοποίησαν πως η επέμβαση αλλαγής φερμουάρ έλαβε τέλος με απόλυτη επιτυχία (καιρός ήταν), και μπορούσα επιτέλους να πάω και να πάρω πίσω το μονάκριβο σκηνάκι μου. Αυτό που αντίκρισα μπαίνοντας στο μαγαζί, δεν ήταν ό,τι ακριβώς περίμενα. Η σκηνή ήταν πεταμένη κατάχαμα στο πάτωμα, ξεδιπλωμένη χωρίς την θήκη της, με πατημασιές επάνω της, προφανώς απ’ τους πελάτες που προσπαθούσαν να διασχίσουν τον διάδρομο τον οποίο έκλεινε η σκηνή! Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να ήταν που έφαγα το μισό πακέτο με τα ηρεμιστικά. Η αγαπημένη όμως στιγμή, ήταν όταν ο υπάλληλος την πήρε αγκαλιά, με πλησίασε και μου’ πε:
«Ορίστε η σκηνή σου. Έτοιμη!»
«Τι έτοιμη ρε μάστορα; Έτσι θα την πάρω, στα χέρια; Ξέρεις τι θα γίνει αν τη φορτώσω έτσι στο βεσπάκι; Θα κάνω kite-surfing!» του είπα, κι αυτός απλά με κοίταζε με ανοιχτό το στόμα…
Κάπου εκεί ήρθε και ο “αφέντικος”, ο Οσμάν.
«Τι έγινε, έχουμε κάποιο πρόβλημα;» ρώτησε.
Του εξήγησα ποιο ήταν το πρόβλημα, πως δηλαδή είχε χαθεί η θήκη, μες την οποία τους είχα δώσει τη σκηνή, πως κατά τ’ άλλα δεν υπήρχε κανένα άλλο θέμα, και πως απλά θα’ θελα να ρίξω μια γρήγορη ματιά στα φερμουάρ, να δω τι δουλειά είχε γίνει. Ε, μόλις έπιασα την σκηνή στα χέρια μου, ήταν που πήρα και τα υπόλοιπα χάπια! Η απίστευτη η μοδίστρα, πρέπει να ήταν πιωμένη όταν τη διόρθωνε, δεν εξηγείται αλλιώς. Το άλλο σκηνικό είναι να μην είχε ξαναματαδεί στη ζωή της πως είναι μια σκηνή, και να υπέθεσε πως ήταν κανένα φόρεμα ή κάνα φουστάνι! Τι έκανε και τα λέω όλα αυτά; Πέρα απ’ την τραγική ποιότητα της δουλειάς, το στραβό ράψιμο, τις κλωστές που κρέμονταν αριστερά – δεξιά και δεν επέτρεπαν το ομαλό άνοιγμα των φερμουάρ, η αθεόφοβη είχε γαζώσει και τις δύο εξωτερικές πόρτες στο κάτω μέρος τους, με αποτέλεσμα να πρέπει να κάνεις ακροβατικά για να μπεις! Οι πόρτες δηλαδή, δεν άνοιγαν πλέον διάπλατα, αλλά μονάχα στο πάνω μέρος τους, μια τρύπα ουσιαστικά, απ’ την οποία πηδούσες για να μπεις! Πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ τι μπορεί να είχε στο μυαλό της όταν το έκανε…
«Οσμάν, αν καταφέρεις και μπεις μέσα, παίρνω την τέντα μου και φεύγω. Αλλά πρώτα θα ήθελα να το δω με τα μάτια μου!»
Το σκηνάκι γενικότερα ήταν σε άθλια κατάσταση, με τρύπες παντού από λάθος χειρισμό της γαζωτικής μηχανής, και σαν κερασάκι, είχε και μια τρύπα στο μέγεθος της παλάμης μου στο κέντρο της μιας πόρτας, η οποία είχε μπαλωθεί όπως – όπως με ένα κομμάτι πανί! Επίσης όπως σας είπα και πριν είχε χαθεί και η θήκη της. Δώσαμε εκ νέου ραντεβού με τον φίλο μου τον Οσμάν, και τελικά δέκα μέρες μετά είχα την σκηνή μετά της θήκης στα χέρια μου. Έτσι για να μην νομίζετε πως το ταξίδι είναι παίξε – γέλασε! Στα Κονγκά λιγότερα προβλήματα είχα!
Στήριξε το ταξίδι μας
Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!
Κάνε μια μικρή συνεισφορά
Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.
ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!Τρίτο και τελευταίο προς επίλυση θέμα ήταν το φρεσκάρισμα της βέσπας. Αυτό όπως καταλαβαίνετε ήταν και το ευκολότερο, καταρχήν γιατί το μηχανάκι δούλευε υποδειγματικά παρόλα όσα είχε περάσει, κι επίσης γιατί η Vespa South Africa απάντησε αμέσως στο μήνυμα που έστειλα (μέσα σε μια ωρίτσα – να τα βλέπουν αυτά κάποιοι στα μέρη μας που ούτε καν απαντούν) και μου προσέφερε εντελώς δωρεάν το πλύσιμο (αυτό πήρε και την περισσότερη ώρα), κι έναν γενικό έλεγχο που περιελάμβανε μια αλλαγή λαδιών, , καινούργιο μπουζί, καινούργια τακάκια και σιαγόνες, καθάρισμα και ρύθμιση καρμπιρατέρ, αλλαγή ρουλεμάν τροχών, κι ένα φρεσκάρισμα στις ντίζες (λάδωμα). Μια μέρα που έμενα στον Τομ, τον κυριούλη με το backpackers στο Hennops River, ο οποίος με φιλοξένησε εντελώς δωρεάν για δύο εβδομάδες (τον βρήκα μέσω του CS κλασσικά), έλαβα ένα μήνυμα απ’ την Αλεξάνδρα.
Με την Αλεξάνδρα είχαμε γνωριστεί στο Λουμπουμπάσι πριν από τρεις μήνες, όταν και ήμασταν γείτονες στα σπίτια των δασκάλων που μας είχε παραχωρήσει η ελληνική κοινότητα, μιας και ήταν καλοκαίρι και ήταν όλα άδεια. Εκείνη έκανε μια έρευνα (Ιστορία της ελληνικής διασποράς στο Κονγκό) για τους Έλληνες του Κονγκό, κι εγώ μια έρευνα για τα όρια της βέσπας αλλά και τα δικά μου, στις λάσπες και τις κακοτοπιές της ζούγκλας. Εντελώς συμπτωματικά έτυχε να βρίσκεται στο Γιοχάνεσμπουργκ, και να δει σε μια ανάρτησή μου στο ίντερνετ πως έχω φτάσει στην Ν.Αφρική. Βρεθήκαμε, μείναμε μαζί για μια βδομάδα, φιλοξενούμενοι στο σπίτι της Έφης (καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο τους Γιοχάνεσμπουργκ, με την οποία είχα ξανασυναντηθεί και στο Κονγκό), και χωρίς πολλά πολλά αποφασίσαμε να συνεχίσουμε παρέα, δικάβαλο στο βεσπάκι, για τον ένα περίπου μήνα που είχε στην διάθεσή της. Αγόρασε ένα κράνος, μάζεψε σ’ ένα μικρό σακίδιο τα απολύτως απαραίτητα, πήραμε από ένα αδιάβροχο αφού ήμασταν ήδη στην περίοδο των βροχών, και πήραμε σβάρνα τους δρόμους. Ευτυχώς που δεν καταφέραμε να βρούμε / κατασκευάσουμε το τρέιλερ που θέλαμε. Την μια βδομάδα την σπαταλήσαμε ουσιαστικά σ’ αυτό. Θέλαμε να ‘μαστε πιο άνετοι και να φορτώσουμε όλα μας τα πράγματα σε ένα τρέιλερ, το οποίο θα σέρναμε με τη βέσπα. Και πάλι ευτυχώς που δεν μπορέσαμε να βρούμε (στην Ν.Α. απαγορεύεται στις μοτοσυκλέτες)! Διαβάστε την ιστορία του Λεσότο που ακολουθεί αν θέλετε να καταλάβετε το λόγο που λέω ευτυχώς. Το πρόγραμμα έλεγε χονδρικά να ξεκινήσουμε για Βηθλεέμ, από εκεί να μπούμε στο Λεσότο διασχίζοντάς το προς το νότο, κι αν τα καταφέρναμε να πηγαίναμε προς Ντέρμπαν. Το καλύτερο δυνατό σενάριο θα ήταν να προλάβουμε να κάνουμε έναν μεγάλο κύκλο, πηγαίνοντας στο Κέιπ Τάουν μετά το Ντέρμπαν, κι από εκεί να επιστρέφαμε πίσω στη βάση μας.
Συνεχίζεται…
*ενώ ζήτησα απ’ τους τελωνειακούς και τους αστυνομικούς κάποιου είδους απόδειξη πως εισήλθα νόμιμα στη χώρα, αυτοί επέμεναν πως δεν χρειάζεται τίποτα. Αργότερα όμως, όταν και πήρα την απόφαση να στείλω το μηχανάκι στην Λατινική Αμερική, είχα πρόβλημα γιατί πολλές μεταφορικές εταιρείες δεν δέχονταν να το στείλουν, αφού δεν είχα λέει κάποιο έγγραφο που να πιστοποιεί την νόμιμη είσοδο στη χώρα. Τελικά βρήκα μία που κατάφερε να το στείλει κι ανέλαβε να κάνει όλες τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για λογαριασμό μου.
Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;
Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!