Μπουρκίνα Φάσο ή αλλιώς «η χώρα των έντιμων ανθρώπων». Δεν ξέρω αν είναι η χώρα των έντιμων, άτιμων, έτοιμων ή ότι άλλο ανθρώπων, είναι στα σίγουρα όμως η γρηγορότερη στις γραφειοκρατικές διαδικασίες χώρα που μας υποδέχτηκε ως τώρα. Τρεις μέρες μετά την αποχώρησή μας απ’το Μπαμάκο, αποχαιρετούσαμε το Μάλι, αυτή την τόοοοσο επικίνδυνη χώρα, και μαρκαρισμένη με κόκκινο – πορτοκαλί στην καλύτερη – χρώμα σε όλα τα υπουργεία εξωτερικών, τη χώρα που μας είχε αφήσει μια πολύ γλυκιά γεύση, ειδικά μετά το τεράστιο ξενέρωμα που μας προσέφεραν απλόχερα όλα τα γρανάζια της γραφειοκρατίας – ή καλύτερα “οι πορδές του κεφαλαίου” – στη Σενεγάλη, κυρίως στα βόρεια, δηλαδή με το καλωσόρισμα, κι έπειτα τον αποχωρισμό με τον μέχρι τότε συνταξιδιώτη μου τον Θάνο. Για να μην παρεξηγηθώ, να τονίσω ότι στη Σενεγάλη οι άνθρωποι, οι απλοί – φτωχοί – αλλά έντιμοι άνθρωποι, ήταν παραπάνω από φιλόξενοι και καμία σχέση δεν είχαν με τους μισθοφόρους, τα τσιράκια και τους γλύφτες του συστήματος της χώρας!
Αποχαιρετούσαμε λοιπόν το Μάλι και μπαίναμε σε μια χώρα για την οποία ελάχιστα πράγματα ήξερα, και τα περισσότερα από συζητήσεις με ταξιδιώτες που έτυχε να γνωρίσω, και φυσικά απ’ τον Άγγλο, που με κάθε ευκαιρία έλεγε πως έχει ακούσει τα καλύτερα γι’ αυτή (τη Μπουρκίνα). Δεν νομίζω πως είναι ντροπή να παραδεχτώ πως είμαι τελείως ανιστόρητος, πως έχω τεράστια κενά στη γεωγραφία, σαν αυτά τα κενά αέρος στα οποία συχνά πέφτουμε με τα μηχανάκια μας (βλ. αφρικανικοί δρόμοι) και πως τα μόνα “βιβλία” που έπιασα στα χέρια μου μετά τις θεωρητικές εξετάσεις για το δίπλωμα οδήγησης, ήταν οι 4τροχοί (περιοδικό αυτοκινήτου), που απ’ τα 13 μου διάβαζα ανελλιπώς, και με πολύ μεγαλύτερη προσήλωση απ’ ότι διάβαζε ο αδερφός μου τα αποτελέσματα του «Πάμε στοίχημα»! Τώρα που το σκέφτομαι βέβαια, κάποιοι είχαν ήδη προβλέψει τον δρόμο που θ’ ακολουθούσα. «Ο γιος σας κυρία μου είναι τουρίστας! Έρχεται και φεύγει απ’ το σχολείο όποτε θέλει!» έλεγαν οι δάσκαλοι στη φουκαριάρα τη μάνα μου, κάθε φορά που έτρεχε να ενημερωθεί για την πρόοδό μου στο σχολείο. Καλύτερο είναι θεωρώ, και πιο ντάξει, να το παραδεχτώ τώρα, ώστε κι εσείς να μην περιμένετε χαλώντας άσκοπα τον χρόνο σας, να εμπλουτίσετε τις γνώσεις σας μέσα απ’ αυτό εδώ το βεσποταξιδιωφωτογραφικοναπερναηώρα ιστολόγιο. 10 βήματα μακρυά είναι το βιβλιοπωλείο που να πάρει η ευχή (για να μην πω 9 κλικ η wikipedia)! Εντάξει λοιπόν το παραδέχομαι, και δίνω την υπόσχεση, ή μάλλον αρχίζω να ελπίζω πως μέσα από αυτό το ταξίδι και τον άπειρο ελεύθερο χρόνο που μου χαρίζει, θα βγω ένας λίγο πιο ολοκληρωμένος και ίσως καλύτερος άνθρωπος…
Δεν ξέρω τι μας έχει επηρεάσει αλλά έχουμε αλλάξει κατά πολύ τον τρόπο με τον οποίο ταξιδεύουμε τον τελευταίο καιρό. Καλά ο Liam μας είχε δείξει απ’ την αρχή τι χαμένο κορμί είναι, χαλαρός ταξιδιώτης σημειώστε πως είπα και σβήστε τον προηγούμενο χαρακτηρισμό, αλλά εγώ δεν το περίμενα να προσαρμοστώ έτσι εύκολα στους δικούς του χαλαρούς και δίχως ίχνος άγχους ρυθμούς. Κάθε μέρα ξεκινούσε για μας μετά τις 09:30, ίσως 10 παρά! Ανεξαιρέτως! Κι αυτό πάλι επειδή όπου κι αν στήναμε τις σκηνές, πάντα ο ήλιος έβρισκε το σωστό δρόμο και τις χτύπαγε, με αποτέλεσμα να ξυπνάμε απ’ την ανυπόφορη ζέστη, αλλά και με έτοιμο βραστό νερό για τον καφέ (lol)! Ακόμα και την πρώτη μέρα του ταξιδιού, απ’ το Μπαμάκο, ξεκινήσαμε με τα χίλια ζόρια και με βαριά καρδιά στις…τέσσερις και μισή το απόγευμα! Δυόμιση ώρες πριν βραδιάσει. Απλά βγήκαμε απ’ την πόλη και 30 - 40 χιλιόμετρα μακριά, στήσαμε για να βγάλουμε τη νύχτα. Έτσι και στα σύνορα φτάσαμε σχετικά αργά, γύρω στις 17:00, αλλά φυσικά δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι. Τον τελευταίο καιρό ήμασταν σε μια άλλη, δική μας διάσταση, στο δικό μας χωροχρόνο, χαμένοι στις σκέψεις μας, στα προβλήματα της καθημερινότητάς μας, όπως γιατί δεν έχει πάλι συμπίεση το μικρό τζαπανάκι του Liam, και τι διάολο θα φάμε πάλι σήμερα. Είχαμε χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου. Ούτε τι μέρα είναι δεν ξέραμε.
Η διαδικασία πολύ απλή και γρήγορη και στις δύο πλευρές. Οι “Μάλινοι” αστυνομικοί ούτε που μας ζήτησαν τα χαρτιά μας κι απλά μας αποχαιρέτησαν, ελπίζοντας να μας ξαναδούν κάποια φορά στο μέλλον. Είχαμε μπει κιόλας στη Μπουρκίνα; Δεν είχαμε ιδέα που βρισκόμασταν. Είχαν περάσει αρκετά λεπτά, αρκετά χιλιόμετρα απ’ την ώρα που αφήσαμε πίσω μας το Μάλι, και Μπουρκίνα πουθενά! Ενώ στις περισσότερες χώρες το “no man’s land”, η ζώνη που τις χωρίζει, είναι συνήθως μικρή σε μήκος, κάποιες εκατοντάδες μέτρα ίσως, αυτή τη φορά ήταν κάμποσα χιλιόμετρα. Ο Liam άρχισε ν’ ανησυχεί πως ίσως ήταν δικό μας λάθος, πως ίσως δεν είχαμε δει το τελωνείο ή το αστυνομικό τμήμα και πως είχαμε μπει στη χώρα με ασφράγιστα διαβατήρια. «Μακάρι! Να μας μείνει και καμιά κενή σελίδα!» του απάντησα, και αυτός φυσικά μόνο καλύτερα δεν ένιωσε. Έπειτα από λίγη ώρα βλέπαμε τη σημαία της χώρας, το τελωνείο και την αστυνομία. Κόσμος σχεδόν ανύπαρκτος. Σειρά αναμονής δεν υπήρχε, και οι αστυνομικοί μας υποδέχτηκαν με χαρά και πολλές ερωτήσεις για τα μηχανάκια μας κι εμάς, αφού αυτό που κάναμε φάνταζε αδιανόητο στο μυαλό τους.
Στήριξε το ταξίδι μας
Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!
Κάνε μια μικρή συνεισφορά
Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.
ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!Σε αντίθεση με τις άλλες φορές που μπαίναμε εναλλάξ στο τμήμα για τις σφραγίδες, για περισσότερη ασφάλεια, αυτή τη φορά ξεμπερδέψαμε ταυτόχρονα, για τον απλούστατο λόγο πως δεν έπρεπε να μπούμε…πουθενά! Γραφεία δεν υπήρχαν, και η όλη διαδικασία γινόταν κάτω από ένα κιόσκι πρόχειρα φτιαγμένο από καλάμια. Δυο καρέκλες ξύλινες κι ένα γραφειάκι, συμπλήρωναν την εικόνα. Με το πέρας της διαδικασίας και με σχηματισμένο στο πρόσωπο το μεγαλύτερη κι ευγενικότερο χαμόγελο που μπορούσα να φτιάξω, ζήτησα απ’ τα όργανα την άδεια για μια αναμνηστική φωτογραφία. Η αίτησή μου απορρίφθηκε αμέσως και χωρίς καμιά περαιτέρω εξήγηση, όπως φυσικά πρέπει σε όλες τις εγκαταστάσεις υψίστης ασφαλείας αυτού του είδους! Μπορούσα τουλάχιστον να φωτογραφίσω τη σημαία με φόντο τον ουρανό. Τι τιμή θεέ μου! Η ώρα είχε πάει 17:30 και σε λίγο το σκοτάδι θα σκέπαζε το δρόμο μας. Μισή ώρα είχαμε δαπανήσει απ’ το χρόνο μας, συν 5.000 CFA ο Liam για το τελωνείο, αφού δεν έχει πολύπτυχο.
Λίγο πιο πέρα απ’ τα σύνορα, όχι περισσότερα από 30 χιλιόμετρα, βρήκαμε ένα ωραίο και ήσυχο μέρος και στήσαμε τις σκηνές μας. Στο πρόγραμμά μας δεν υπάρχει πλέον διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο. Στρώμα από κρεβάτι έχει να νιώσει η πλάτη μας από τη Δυτική Σαχάρα. Μόνον όπου αυτό είναι απαραίτητο δαπανάμε κάποια χρήματα, συνήθως μέσα σε μεγάλες πόλεις που δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε, όπου και πάλι μένουμε στις σκηνές μας και με λιγότερα από 4€ τη βραδιά ανά άτομο. Πρέπει δεν υπάρχουν σ’ αυτό το ταξίδι, και για μένα, και για τον Άγγλο. Τα πορτοφόλια μας είναι τόσο λεπτά, που είναι απαγορευμένο το όποιο κυνήγι αξιοθέατων, τη στιγμή που το ταξίδι μας θα είναι τόσο μεγάλο και πλούσιο έτσι κι αλλιώς σε εικόνες, που και οι δυο μας το θεωρούμε υπερβολή να κυνηγάμε τις προτάσεις των τουριστικών οδηγών. Έναν τέτοιο (τουριστικό οδηγό), δωρεάν, έχω περάσει στο κινητό μου. Triposo λέγεται, κι έχει όλα όσα μας χρειάζονται από πληροφορίες, ιστορία, χάρτες, ισοτιμίες κι ότι άλλο. Σε κουβέντα που είχαμε με τον Liam κάποιο βράδυ και χαζεύοντας τις προτάσεις του Triposo, είδαμε πως η πόλη Banfora ήταν λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω απ’ την πορεία που θα ακολουθούσαμε για να φτάσουμε στην Ουαγκαντούγκου, και μάλιστα στους χάρτες μας η διαδρομή ήταν βαμμένη με πράσινο χρώμα, πράγμα που σημαίνει αξιοσημείωτης ομορφιάς. Έτσι, απλά κι αβίαστα, επιλέχτηκε ο επόμενος προορισμός. Κάπως έτσι επιλέγονται όλοι. Δίχως πολύ σκέψη, σχεδόν επιπόλαια. Αυτή είναι η μαγεία όταν ταξιδεύεις και δεν επι-σκέπτεσε!
Στη Banfora αυτό που μας τράβηξε ήταν το γεγονός πως υπήρχε μπόλικο νερό. Λίμνες, ποτάμια, καταρράκτες, με λίγα λόγια η χαρά του βρωμύλου ταξιδιώτη που ονειρεύεται μια φρεσκοπλυμένη μασχάλη, έστω και για λίγα λεπτά! Χωρίς GPS τον τελευταίο μήνα, αλλά με χάρτη χάρτινο, πραγματικό, από αυτούς που κορόιδευα και μ’ ένα δωρεάν πρόγραμμα στο κινητό, το οποίο ένας Ολλανδός ποδηλάτης (καλή του ώρα εκεί που είναι το παλικάρι) με βοήθησε να εγκαταστήσω, βάλαμε πλώρη προς τους καταρράκτες. Η εφαρμογή λέγεται Open Street Maps (OSMand θα το βρείτε στο play-store) είναι εντελώς δωρεάν και πολύ καλά ενημερωμένη για όλα τα μέρη που μέχρι τώρα έχουμε επισκεφτεί. Τους συγκεκριμένους χάρτες μπορείτε να τους βρείτε εντελώς δωρεάν και για το GPS του αυτοκινήτου/μοτοσυκλέτας σας. Με μόλις δυο εικοσιτετράωρα εγκατεστημένη την εφαρμογή στο κινητό μου, δεν είχα μάθει ακόμα να την χειρίζομαι επαρκώς, κι έτσι απ’ το πουθενά βρεθήκαμε μπροστά σε μια μικρή ευχάριστη έκπληξη. Για 100 περίπου χιλιόμετρα έπρεπε να οδηγήσουμε σε χωματόδρομο, όχι σκληρό όφροουντ, κάτι λίγο χειρότερο από άσφαλτο. Μόνο ίσως αρνητικό στοιχείο ήταν αυτή η κόκκινη σκόνη που μετά από λίγα λεπτά οδήγησης σκέπαζε τα πρόσωπά μας, τα ρούχα μας, τα μηχανάκια και καθετί κουβαλούσαμε και ήταν άμεσα εκτεθειμένο (όχι απαραίτητα). Τις περισσότερες φορές μάλιστα, κρατούσαμε την αναπνοή μας όταν (σπάνια) βλέπαμε να έρχεται κάποιο όχημα απ’ το απέναντι ρεύμα.
Το απόγευμα της επόμενης μέρας είχαμε φτάσει. Το περιβάλλον από νωρίς σε προϊδεάζει πως κάτι διαφορετικό πρόκειται να συναντήσεις. Πράσινο! Πράσινο παντού! Τώρα συνειδητοποιούμε πόσο πολύ μας είχε λείψει αυτό το χρώμα. Το “κάμπινγκ” λίγα μέτρα πριν τους καταρράκτες μας φιλοξένησε για δυο βραδιές. Τα εισαγωγικά σημαίνουν πως κάμπινγκ υπήρχε μόνο στις πινακίδες και στους χάρτες, και πως στην πραγματικότητα ήταν ένα σχεδόν εγκαταλελειμμένο μέρος, φυσικά χωρίς τρεχούμενο νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, με 4-5 πλίθινες καλύβες προς ενοικίαση, και μια τρύπα στο έδαφος για τουαλέτα. Παρόλα αυτά οι πιτσιρικάδες που δούλευαν εκεί ήταν παραπάνω από φιλικοί και φιλόξενοι, αν και λίγο πιο περίεργοι απ’ όσο θα ‘πρεπε (αστειεύομαι φυσικά – υπήρξα κι εγώ παιδί)! Η κάθε βραδιά κόστιζε 1.500 CFA στον καθένα μας (στη σκηνή), συν τα 1.000 CFA που πληρώνεις για να μπεις στην περιοχή. Σύμφωνα με τον τουριστικό οδηγό μου, 3.000 τουρίστες επισκέπτονται την περιοχή κάθε χρόνο. Τις πρώτες δυο μέρες δεν τους είδαμε, αλλά την τρίτη έγινε ένα ψιλοπανηγύρι με σχολικά λεωφορεία και μεμονωμένους ταξιδιώτες να κατακλύζουν κάθε γωνιά. Ευτυχώς είχαμε αδράξει την ευκαιρία που μας δόθηκε τις δυο προηγούμενες μέρες, απολαμβάνοντας τα prive μπανάκια και πλυσίματα των…ρούχων μας, κι έτσι με την συνείδησή μας…καθαρή, κινήσαμε προς Ουαγκαντούγκου.
Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;
Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!
Πέντε μέρες μετά, και κάνοντας μόνο μια μικρή στάση για φρέντο καπουτσίνο κάραμελ μακιάτο στην όμορφη πόλη Bobo Dioulasso, μπαίναμε στην πρωτεύουσα της Μπουρκίνα Φάσο. Ουαγκαντούγκου! Και μόνο για το όνομά της, ήθελα να τη δω αυτή την πόλη. Αν κάποιος μου ζητούσε ένα χαρακτηριστικό αφρικανικό όνομα, σίγουρα αυτό θα του έλεγα! Απ’ τα λίγα ταξιδιωτικά που είχα διαβάσει, είχα σχηματίσει μια λίγο πολύ αλλόκοτη εικόνα για το μέρος αυτό στο μυαλό μου. Μια εικόνα χάους. Τον τελευταίο καιρό πριν φύγω από Ελλάδα ήταν και το πιο συχνό αστείο που κάναμε με την οικογένειά μου: «Αν λάβετε κάνα ραβασάκι απ’ την εφορία, ξέρετε που να τους πείτε να το στείλουν, ε; Ουαγκαντούγκου 16, τρίτο λιοντάρι δεξιά!» τους έλεγα κάθε τρεις και λίγο. Λιοντάρια, χάος και την αλλόκοτη εικόνα που είχα στο μυαλό μου, δεν είδα πουθενά. Για να’ μαι πιο ειλικρινής δεν είδα κάτι το τόσο διαφορετικό και χειρότερο από αυτό που συνήθως επικρατεί στις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις, μια συνηθισμένη, εργάσιμη ημέρα. Όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα τίποτα όμοιο με τις περιγραφές που διάβαζα στα διάφορα φόρουμ και ταξιδιωτικά. Βλέποντας όμως το βλέμμα του Άγγλου κι αργότερα του Γερμανού τον οποίο ξανασυναντήσαμε, κατάλαβα πως μεταξύ μας υπήρχε ένα μεγάλο χάσμα! Αυτό που εγώ ως Έλληνας αντιλαμβανόμουν ως φυσιολογικό ή έστω αποδεκτό ή υποφερτό, στους άλλους δύο φάνταζε βουνό δυσκολίας. Είχαν πάθει ένα μικρό πολιτισμικό σοκ, που βήμα με το βήμα μεγάλωνε.
«Αν λάβετε κάνα ραβασάκι απ’ την εφορία, ξέρετε που να τους πείτε να το στείλουν, ε; Ουαγκαντούγκου 16, τρίτο λιοντάρι δεξιά!»
Ο Liam με είχε προϊδεάσει μια δυο φορές ως τώρα και σε προηγούμενες χώρες, και στη Μπουρκίνα, όταν τον είδα να σαστίζει και να τα “χάνει” όταν γυναίκες και μικρά παιδιά τον περικύκλωναν, προσπαθώντας οι δόλιες να του πουλήσουν κάτι απ’ την πραμάτεια τους, πόσο πολύ γέλιο έριξα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ! «Καλά εσείς εκεί στο Αγγλία δεν έχετε πλανόδιους πωλητές, λαϊκές αγορές ή κάτι ανάλογο τεσπά;» τον ρώτησα όλος απορία. Και με βλέμμα αγελαδίσιο, με διπλή απ’ τη δική μου απορία αποκρίθηκε: «Όχι, γιατί έχετε εσείς;» Τώρα τι να του πρωτοεξηγήσω; Για τις μάχες που δίνονται κάθε πρωί στις λαϊκές; Για τις αγριοφωνάρες των πωλητών που διαφημίζουν τα προϊόντα τους μ’ όσο πιο βροντερή φωνή γίνεται, χρησιμοποιώντας συνήθως μεγάφωνα πάνω σε ντάτσουν; Για το μεσογειακό ταμπεραμέντο και την ηλίθια αυτοπεποίθηση καταναλωτών, και δη γυναικών νοικοκυρών, που βγαίνουν απ’ το σπίτι αποφασισμένες κι έτοιμες για όλα, λες και πάνε σε στρατιωτική αποστολή στη Βαγδάτη, αλλά όλως τυχαίως απολύτως κενοί από καταναλωτική συνείδηση; «Εμείς να έχουμε τέτοια πράγματα; Άπαπαπα! Θ’αστειεύεσαι!» Τι να του εξηγήσω τώρα; Είναι τέτοια η διαφορά στις κουλτούρες μας, που αν αρχίσω και καταφέρω να του εξηγήσω, θα’ χουμε φτάσει κάπου στη βόρεια Αμερική ώσπου να τελειώσω! Ίσως με τον καιρό…
Η οδήγηση στους Ουαγκαντέζικους δρόμους, αλλά ακόμα και πριν την πόλη, ήταν κάτι ακόμη που τον ζόριζε. Δυο - τρεις φορές κόντεψε να γίνει χαλκομανία στο παρμπρίζ ερχόμενων απ’ το απέναντι ρεύμα οχημάτων (συνήθως φορτηγά ή λεωφορεία) που διαρκώς κι αδιακρίτως προσπέρναγαν ότι κινούνταν πιο αργά και τύχαινε να βρεθεί στο διάβα τους! Άργησε να το χωνέψει, αλλά στο τέλος το πήρε το μήνυμα. Ο δυνατός κάνει κουμάντο εδώ! Εμείς είμαστε η τελευταία τρύπα του ζουρνά, και πρέπει να φυλάμε τα νώτα μας. Κανείς δεν σε προσέχει εδώ. Αλλά είναι κάτι για το οποίο επίσης δεν ανησυχούσα. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό των Μπουρκινέζων που μ’ έκανε να νιώθω τόσο οικεία!
Στην Ουαγκαντούγκου καθίσαμε τελικά δύο εβδομάδες μ’ αυτά και με τ’ άλλα. Λίγο η βίζα της Νιγηρίας, την οποία τελικά καταφέραμε να πάρουμε μετά από μια ξεκαρδιστική συνέντευξη και μια όχι και τόσο αστεία τιμή (74.500 CFA - περίπου 115 ευρώ - ειδική τιμή για τους Έλληνες!), λίγο οι βίζες για Τόγκο και Μπενίν για τις οποίες φάγαμε πόρτα, λίγο τα ρεκτιφιέ που μέρα παρά μέρα έκανε ο Liam, λίγο τα πάμφθηνα μάνγκο που έπρεπε να περάσουν πάνω από 100 μέρες για να αξιωθώ να τα δοκιμάσω και να εθιστώ τελικά μαζί τους, λίγο η καλή παρέα που γνωρίσαμε στο Les Lauriers, τον ξενώνα που διαχειρίζονται καλόγριες, δίπλα απ’ τον καθεδρικό ναό στο κέντρο της πόλης, και οι μέρες περάσανε χωρίς να το πάρουμε είδηση! Τις δύο τελευταίες μας μέρες στην Μπουρκίνα Φάσο καταφέραμε επιτέλους να συναντήσουμε τη Χριστίνα και τον Ηλία (madnomad.gr) που επίσης ταξιδεύουν στην Αφρική με μοτοσυκλέτες! Περάσαμε μαζί τους ένα υπέροχο διήμερο με μπόλικα…ελληνικά! Μείνετε συντονισμένοι για τη συνέχεια…
Συνεχίζεται...
6 σχόλια στο “Μπουρκίνα Φάσο”
Καιρό είχα να γελάσω έτσι με τον βρωμυλο ταξιδιώτη και την μασχάλη… “Σας πάω” που έλεγε κ ο Χριστόδουλος..
Συνουσίασέ τα αυτή η μασχάλη ρε Γάλλε! Ούτε εγώ ο ίδιος δεν με αντέχω για περισσότερη από μισή ώρα!
Άργησες λίγο να μας γράψεις νέα σου αλλά κάλυψες το κενό αυτών των ημερών με το παραπάνω με όλες αυτές τις φωτογραφίες!
Είχατε και έναν Γερμανό στην παρέα σας και έναν άλλο αν θυμάμαι καλά.Δεν ανέφερες κάτι γι αυτούς.
Καλά με τον Liam κάνετε πολύ καλό δίδυμο πάντως πιστεύω. Αυτός σε βοηθάει να είσαι πιο χαλαρός και να χαίρεσαι περισσότερο τις απλές στιγμές με το απόλυτο χύμα στυλάκι που έχει από τι έχω καταλάβει και εσύ τον βοηθάς να είναι λίγο πιο οργανωτικός και να κάνει κάποια πράγματα και να δει που αλλιώς νομίζω δεν θα τα έκανε.
Ναι, τον Γερμανό θα τον συναντήσουμε πριν μπούμε Νιγηρία, και θα την περάσουμε όλοι μαζί. Ο Ολλανδός, αν εννοείς αυτόν, είναι με GS1200 οπότε δεν μπορούσαμε να τον περιμένουμε! Τους ποδηλάτες (Μαξίμ & Καταρίνα) τους ξαναπετύχαμε. Κάπως έτσι δουλεύει το πράμα με τον Άγγλο!
Ποιό συντονισμένοι δέν γίνεται φιλαρακι.. Κολλημένος περιμένω να ποσταρεις Στέργιο.. Καλή συνέχεια στην ανακάλυψη νέων εμπειριών.. Δώσε και τα πολλά respect στον Λίαμ.. Τι παλικάρι είναι τούτο ρεε.. !!!! Να περνάτε καλά…
Καλημέρα πατρίδα!!! Ευχαριστούμε!!!