Δευτέρα 20 Απριλίου ήταν η μέρα που το βεσπάκι φορτωμένο με ένα ολόκληρο νοικοκυριό και τους δυο “νοικοκύρηδες” ξεκίνησε για το ταξίδι του στη Νότια Αμερική. Πολλά από τα πράγματα που δε μπορούσαμε να πάρουμε μαζί τα αφήσαμε σε φίλους μας στο Μπουένος Άιρες κι έτσι, φύγαμε μόνο με τα απαραίτητα…Σκηνή, υπνόσακους, ηλεκτρονικό εξοπλισμό για να τραβάμε χιλιάδες φωτογραφίες και βίντεο και μερικά ρουχαλάκια, να έχουμε να φοράμε αν χρειαστεί να παραστούμε σε κάποια επίσημη εκδήλωση. Η βέσπα φρέσκια, με καινούριες δυνάμεις μετά από το γενικό σέρβις που της κάναμε, έτοιμη να μας αντέξει στη σέλα της για πολύ καιρό ακόμη (ελπίζουμε)…
Κατεύθυνση μας οι καταρράκτες Ιγουαζού. Υπολογίζαμε να φτάσουμε σε περίπου μια βδομάδα με μερικούς ενδιάμεσους σταθμούς. Από κάθε μέρος που περάσαμε, έχουμε να θυμόμαστε και μια ξεχωριστή ιστορία, όπως πάντα άλλωστε…Ο πρώτος μας ύπνος σε εγκαταλελειμμένο κάμπινγκ, όπου είχαμε άγρυπνο φρουρό έναν αδέσποτο σκυλάκο που εθελοντικά μας προστάτευσε από κάθε τί που θεωρούσε ως πιθανό κίνδυνο για μας, περνώντας όλο το βράδυ έξω από τη σκηνή μας, ξαπλώνοντας μάλιστα στην πλευρά που είχαμε κι εμείς τα κεφάλια μας! Τι άλλο…α, ναι: η Χίλντα και η οικογένειά της που, όταν στην πόλη Κονκόρντια ξεμείναμε τελευταία στιγμή χωρίς μέρος να κοιμηθούμε, κανόνισε και μας οδήγησε στις εγκαταστάσεις του δημοτικού αθλητικού κέντρου όπου περάσαμε ένα βράδυ χωρίς να πληρώσουμε. Ο Πάμπλο και η Μαρία, ένα ζευγάρι couchsurfers που μας φιλοξένησαν στην πόλη Ποσάδας και μεταξύ ελληνικών κι αργεντίνικων συνταγών, ανταλλάξαμε και κοινωνικοπολιτικές απόψεις…Μην ξεχάσω και το πέρασμά μας από τη γενέτειρα (και πόλη κατοικίας – Σάντο Τομέ) του διάσημου στην Ελλάδα Χουάν Ραμόν Ρότσα, όπως πληροφορηθήκαμε στο βενζινάδικο της περιοχής όταν είπαμε πως είμαστε Έλληνες. Αν συνεχίσω όμως έτσι, δεν ξέρω πόσο χώρο θα πιάσει αυτό το κείμενο!
Ιγουαζού λοιπόν! Καταρράκτες, οργιώδης τροπική βλάστηση και αστεία κι ελαφρώς μοχθηρά ζωάκια, τα κοάτι! Α, επίσης…κουνούπια, μαζικός τουρισμός και πανάκριβες τιμές στα πάντα. Ας τα πάρουμε από την αρχή όμως. Στην πόλη Πουέρτο Ιγουαζού φτάσαμε Κυριακή απογευματάκι μετά από μια ενδιαφέρουσα διαδρομή από συνεχόμενες ανηφοροκατηφόρες που σε κάποιους από τους αναβάτες της βέσπας φαινόντουσαν διασκεδαστικές σαν τρενάκι σε λούνα παρκ, ενώ κάποιοι άλλοι μουρμούριζαν όχι ιδιαίτερα ευγενικά σχόλια κάθε φορά που έπρεπε να κατεβάσουν ταχύτητα για να ανέβουν μια ανηφόρα…μαντέψτε εσείς ποιος είναι ποιος!
Όπως πάντα, στο χάρτη είχαμε σημαδέψει τις τοποθεσίες με τα κάμπινγκ της περιοχής και το πρώτο μας μέλημα ήταν να βρούμε ένα από αυτά και να στήσουμε τη σκηνή μας. Μάταια όμως! Κάθε ένα από τα κάμπινγκ που βρίσκαμε ήταν κλειστό και μερικά μάλιστα έμοιαζαν από καιρό παρατημένα. Σύντομα καταλάβαμε και τον λόγο. Συγκεκριμένα, όταν πλέον αρχίσαμε να ανησυχούμε γιατί το σκοτάδι έπεφτε και μια υπερφορτωμένη βεσπούλα με μια τεράστια βαλίτσα στη μπροστινή σχάρα δεν είχε το πιο κατάλληλο φως για νυχτερινή οδήγηση, καταλήξαμε σε ένα δημοτικό γραφείο τουριστικών πληροφοριών. Εκεί, πέρα από την ευγενέστατη υπάλληλο, μας περίμενε και μια ομαδούλα από “κράχτες” που μας περικύκλωσαν για να μας πουλήσουν προσφορές για τα ενοικιαζόμενα δωμάτιά τους. Ακριβώς το είδος τουριστικού μάρκετινγκ που λατρεύουμε! Κάμπινγκ γιοκ! Ή τουλάχιστον έτσι ήθελαν να μας πείσουν.
Στήριξε το ταξίδι μας
Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!
Κάνε μια μικρή συνεισφορά
Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.
ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!Ελαφρώς κουρασμένοι, προτιμήσαμε να πιούμε μια κρύα μπιρίτσα – και να τη συνοδεύσουμε με μερικά κοψίδια – για να ηρεμήσουμε. Χωνεύοντας λοιπόν την -υπερτιμημένη- μπιρίτσα και τα κοψίδια, αποφασίσαμε να δούμε αν το τελευταίο κάμπινγκ που είχαμε σημαδέψει στο χάρτη μας υπήρχε ακόμη. Και ω ναι, υπήρχε! Οδηγώντας σε έναν πετρόδρομο(!) όπου η βέσπα χοροπηδούσε και οι βαλίτσες που ήταν δεμένες στην πίσω σχάρα άρχισαν να γλιστρούν δίνοντας μια αστεία εικόνα κατάρρευσης, φτάσαμε επιτέλους στο μοναδικό κάμπινγκ που ήταν ανοιχτό. Πολύ όμορφο και καθόλου οικονομικό (8 ευρώ το άτομο). Στήσαμε τη σκηνή μας μέσα σε πυκνή βλάστηση και καθίσαμε να απολαύσουμε το τοπίο και να ακούσουμε τον ήχο του νερού από τον ποταμό Παρανά που περνούσε δίπλα μας. Δυστυχώς όμως ο κύριος ήχος που ακούγαμε ήταν το βούισμα των κουνουπιών στα αυτιά μας. Είχαν ενθουσιαστεί με το “νέο αίμα” που έφτασε στο κάμπινγκ και είχαν φωνάξει και τους φίλους τους για να δοκιμάσουν τη νέα προσθήκη στο μενού. Συντομότατα, μπήκαμε στη σκηνή με σκοπό να κοιμηθούμε νωρίς και την επόμενη μέρα να επισκεφθούμε τους διάσημους καταρράκτες.
Με την τροπική ζέστη και υγρασία, καθώς επίσης και με τους θαυμαστές μας – τα κουνούπια, σηκωθήκαμε το επόμενο πρωί και μετά από το τελετουργικό του καφέ και του πλούσιου πρωινού (ντομάτες, αγγούρια, ψωμί, ελαιόλαδο, ρίγανη και πολύ κρεμμύδι – είναι φαν ο Στέργιος), ξεκινήσαμε για τους καταρράκτες. Τις τελευταίες μέρες συζητούσαμε για το κατά πόσο ένα μνημείο της φύσης μπορεί να “κλείνει” και να γίνεται επισκέψιμο με χρηματικό αντίτιμο που μόνο συμβολικό δεν είναι. Για να γίνω σαφής: για να επισκεφθεί κάποιος τους καταρράκτες Ιγουαζού πρέπει να αγοράσει εισιτήριο αξίας 20ευρώ και να παρκάρει το όχημά του για 3,5ευρώ (τα δίτροχα). Δεν αμφιβάλλουμε πως ένα εθνικό πάρκο χρειάζεται συντήρηση και πολυάριθμο προσωπικό για να το φροντίζει, αλλά οι επιφυλάξεις μας για το μέγεθος της τιμής του εισιτηρίου μας έκαναν να καταλήξουμε στο εξής πλάνο: εγώ θα ήμουν η μόνη από τους δυο μας που θα έμπαινε στου εθνικό πάρκο φορτωμένη με τις κάμερες κι ο Στέργιος θα με περίμενε στη είσοδο. Άλλωστε, εκείνος είχε ήδη δει τους καταρράκτες Βικτώρια στη Ζάμπια, ενώ εγώ όχι.
Μέσα στο πάρκο, όλα οργανωμένα: τα μονοπάτια καθαρά, αλλού με κάγκελα κι αλλού φτιαγμένα από τσιμέντο ή ξύλο για να μπορεί να περνά ένα παιδί ή ένας ηλικιωμένος. Ταμπελίτσες και βελάκια για να μη χάσει κανείς το δρόμο του και πολλές προειδοποιήσεις πως τα κοάτι και τα διάφορα μαϊμουδάκια που ζουν στο πάρκο ΔΕΝ είναι οικόσιτα ζώα και ΝΑΙ, δαγκώνουν άσχημα! Είμαι βέβαιη πως αρκετοί έχουν μετανιώσει που άπλωσαν το χέρι τους να τα χαϊδέψουν! Δε θυμάμαι ποιος μου είχε δώσει αυτή τη συμβουλή, αλλά θυμάμαι να μου λέει να ξεκινήσω από το ψηλό μονοπάτι, να συνεχίσω στο χαμηλό μονοπάτι και να τελειώσω την επίσκεψή μου με το “Λαιμό του Διαβόλου”. Είχε δίκιο! Η θέα από το ψηλό μονοπάτι μου έδωσε μια ιδέα και με βοήθησε να προσανατολιστώ στο χώρο των καταρρακτών. Μικρότεροι ή μεγαλύτεροι καταρράκτες γύρω μου και η θέα από το “μπαλκόνι” άρχισαν να με συνεπαίρνουν. Στη συνέχεια, όταν πέρασα στο χαμηλό μονοπάτι, η οπτική γωνία άλλαξε. Πλέον βρισκόμουν στο ύψος του ποταμιού και μπορούσα να δω τα νερά των καταρρακτών να πέφτουν με θόρυβο και να ακούσω τις ενθουσιώδεις κραυγές των τουριστών που μέσα σε διαμορφωμένες βάρκες των 10-15 ατόμων πλησίαζαν τους καταρράκτες και γίνονταν μούσκεμα. Ήταν πια αργά το μεσημέρι και η ανακούφιση που μου πρόσφερε το νερό που με κατάβρεχε από την κολλώδη τροπική ζέστη, με έκανε να καθυστερήσω να πάρω το δρόμο προς το “Λαιμό του Διαβόλου”. Άνοιξα βήμα λοιπόν, ανέβηκα στο τρενάκι που θα μας οδηγούσε εκεί και σε μισή ώρα περίπου, μετά από ολιγόλεπτο περπάτημα πάνω σε μεταλλικές γεφυρούλες πλησίασα στον μεγάλο καταρράκτη. Ε ναι, ήταν το τέλειο κλείσιμο της επίσκεψής μου στο πάρκο! Ο θόρυβος εκκωφαντικός! Τόνοι νερού να πέφτουν από ψηλά και να δημιουργούν μια θολή, δροσερή ατμόσφαιρα από αιωρούμενα σταγονίδια που έκαναν τη βλάστηση τριγύρω να λαμπυρίζει! Για μια στιγμή προσπάθησα να θυμηθώ τί είχα διαβάσει για τους καταρράκτες του Ιγουαζού από τα μαθητικά μου χρόνια έως και πρόσφατα…ήταν οι ψηλότεροι; μήπως ήταν οι φαρδύτεροι; ή οι μεγαλύτεροι; Δε θυμόμουν. Και το σημαντικότερο: δε με ένοιαζε να θυμηθώ! Αυτό που με ένοιαζε ήταν πως ήμουν εκεί! Πως έβλεπα από κοντά το μεγαλείο της φύσης και πως όσες φωτογραφίες κι αν έβγαλα, όσα βίντεο κι αν τράβηξα, το συναίσθημα εκείνης της στιγμής παραμένει αναντικατάστατο.
Πίσω στον Στέργιο λοιπόν με το άγχος πως η ώρα είχε περάσει και πως μάλλον μια ηλίαση την είχε πάθει περιμένοντας με τόσες ώρες…Όμως όχι, ούτε ηλίαση είχε πάθει, ούτε είχε βαρεθεί θανάσιμα. Όσες ώρες εγώ θαύμαζα τους καταρράκτες, ο Στέργιος είχε πιάσει φιλίες με κάτι τουκάν και με διάφορα άλλα πτηνά της περιοχής, τα οποία του επέτρεψαν να τα φωτογραφίσει κιόλας! Επίσης, είχε πιάσει φιλίες και μ’ έναν Ελβετό ταξιδιώτη, ο οποίος μάλιστα ταξίδευε με ένα ημιφορτηγό Μερσεντές κι έμενε στο ίδιο κάμπινγκ μ’ εμάς. Επιστροφή στο κάμπινγκ, δείπνο με ρεβυθόρυζο, ψαρονέφρι και κόκκινο κρασί (μαντέψτε ποια από αυτά ήταν κερασμένα από τον Ελβετό φίλο μας) και παρέα με τον Ελβετό φίλο ο οποίος μας εξέπληξε λέγοντάς μας πως έχει μια έκταση με ελιές στη Μεσσηνία και πως από όλες τις χώρες, στην Ελλάδα θέλει να μείνει όταν τελειώσει με τα ταξίδια του. Δοκιμάσαμε μάλιστα και ελαιόλαδο από το κτήμα του κι εκπλαγήκαμε βλέποντας τη μικρή ελληνική σημαιούλα μέσα στο φορτηγό του!
Την επόμενη μέρα πρωί-πρωί ξαναφορτώσαμε το βεσπάκι και φύγαμε από το πανάκριβο και όχι τόσο όμορφο Πουέρτο Ιγουαζού. Προορισμός μας η Παραγουάη. Για να μπούμε στην Παραγουάη λοιπόν, έπρεπε να πατήσουμε για 15 χιλιόμετρα σε βραζιλιάνικο έδαφος και συγκεκριμένα στην πόλη Φος ντε Ιγουαζού. Οι διαδικασίες στα σύνορα Αργεντινής-Βραζιλίας απλούστατες. Δε χρειάστηκε καν να κατέβουμε από το βεσπάκι…διακρατικές οικονομικές-εμπορικές συμφωνίες βλέπεις! Από το συντομότατο πέρασμά μας από τη Βραζιλία δεν έχω να πω πολλά, μόνο που καταμπερδευτήκαμε με τα πορτογαλικά στις ταμπέλες στο δρόμο και κάναμε δυο γύρους στην πόλη για να βρούμε την έξοδο για Παραγουάη.
Σύνορα Βραζιλίας-Παραγουάης λοιπόν! Ήμασταν τόσο κοντά στη Σιουδάδ ντελ Έστε. Το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να μας βάλουν δυο σφραγιδούλες στα διαβατήρια μας, που θα μας επέτρεπαν να μείνουμε 3 μήνες στη χώρα και να περάσουμε από το τελωνείο ώστε να κάνουμε και τα απαραίτητα χαρτιά για το βεσπάκι. Δύσκολο δεν ήταν καθόλου. Μόνο ένα μπερδεματάκι που προέκυψε και λύθηκε σε 10-15 λεπτά, αφού κανείς από τους υπαλλήλους δεν ήταν 100% σίγουρος σε ποιο κτήριο θα έπρεπε να πάμε για να δηλώσουμε την εισαγωγή του οχήματός μας. Σε λίγη ώρα πατούσαμε παραγουάνικο έδαφος έτοιμοι να δούμε τί θα μας επιφύλασσε αυτή η χώρα που οι περισσότεροι ταξιδιώτες και ταξιδιωτικοί οδηγοί αγνοούν…
Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;
Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!