Η βόλτα μας στην Ουρουγουάη ήταν πολύ πιο σύντομη απ' όσο θα θέλαμε, αλλά τουλάχιστον είχαμε αρκετό χρόνο ώστε να προλάβουμε ν' αγαπήσουμε την πρωτεύουσά της, το Μοντεβιδέο.
Όταν αρχίσαμε να σχεδιάζουμε το πέρασμά μας απ' την Ουρουγουάη, μαζί με τις πληροφορίες για τα όμορφα μέρη, τις ατέλειωτες παραλίες και τις γραφικές πόλεις, διαβάσαμε και για το υψηλό κόστος ζωής στη χώρα – ψηλότερο από αυτό της Ελλάδας. Δε μας ανησύχησε τόσο, αλλά αφού δε θέλουμε το ημερήσιο μπάτζετ μας να υπερβαίνει τα 20€ (συμπεριλαμβανομένων των δυο μας και του Κίτσου), έπρεπε να υπολογίσουμε σωστά τις κινήσεις μας, ώστε να μη δούμε τα πορτοφόλια μας ν' αδειάζουν.
Οι διαδικασίες στα σύνορα θα μπορούσαν να είναι πολύ γρήγορες, αλλά ένα λάθος του τελωνειακού στα χαρτιά του Κίτσου μάς καθυστέρησε τόσο, που όταν πλέον φεύγαμε από εκεί, είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Έτσι, στο πρώτο βενζινάδικο που συναντήσαμε, ρωτήσαμε κατευθείαν για να στήσουμε τη σκηνή μας στην πίσω αυλή – όπως άλλωστε κάναμε ως τότε σε όποια χώρα της Νότιας Αμερικής έχουμε ταξιδέψει. Αμ, δε! Απ' ό,τι φαίνεται, στην Ουρουγουάη αυτή η συνήθεια δεν υπάρχει και μετά την πρώτη κρυάδα, συνεχίσαμε για το κοντινότερο χωριό. Εκεί, ήρθε και η δεύτερη κρυάδα: η τιμή του κάμπινγκ ήταν ιδιαίτερα τσουχτερή – τόσα λεφτά είχαμε να πληρώσουμε από τότε που ήμασταν στα τουριστικά της Βραζιλίας. Όπου φύγει φύγει! Συνεχίσαμε νότια πάνω στην ΕΟ3, αλλά είχε ήδη νυχτώσει κι επειδή οι Ουρουγουανοί έχουν ένα δικό τους στυλ προσπέρασης στην οδήγηση, το λεγόμενο “όποιον πάρει ο Χάρος”, είχαμε αγχωθεί να φτάσουμε κάπου – οπουδήποτε!
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κατά τις 22:00 φτάσαμε σε μια δημοτική λουτρόπολη (Termas de Guaviyú) που διέθετε και κάμπινγκ και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Άλλη επιλογή δεν είχαμε, οπότε ρωτήσαμε αν υπάρχει χώρος να κατασκηνώσουμε. Όχι μόνο υπήρχε αρκετός χώρος, αλλά στην τιμή – που ήταν πολύ λογική – συμπεριλαμβανόταν και η απεριόριστη χρήση των εγκαταστάσεων (υπαίθριες πισίνες, κλειστές πισίνες κτλ). Μετά από δύο ολόκληρες μέρες ξαναπεράσαμε την πύλη της λουτρόπολης φρέσκοι και λαχταριστοί και συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Το αρχικό σχέδιο ήταν να κατευθυνθούμε προς τον ωκεανό αλλά σύμφωνα με την πρόγνωση του καιρού, οι επόμενες 10 μέρες θα ήταν οι πιο παγωμένες του χρόνου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το κόστος για καύσιμα, τρόφιμα και διαμονή ήταν αρκετά υψηλότερο απ' ό,τι φανταζόμασταν.
Φορώντας ό,τι είχαμε και δεν είχαμε μπας και γλιτώσουμε τα κρυοπαγήματα, συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε ανάμεσα σε “τακτοποιημένα” βοσκοτόπια και καλλιέργειες. Η ύπαιθρος της Ουρουγουάης, εξαιτίας της βιομηχανοποιημένης κτηνοτροφίας και γεωργίας, ήταν ένα απέραντο πράσινο σκηνικό, καθαρό και οργανωμένο. Ίσως η οικονομία της να είναι από τις ισχυρότερες στη Νότια Αμερική, αλλά σίγουρα, αυτό έχει κοστίσει στο τοπίο τη φυσικότητά του. Μάλλον δεν ήταν η καλύτερη εποχή για να ταξιδέψουμε στην Ουρουγουάη. Μπορεί πάλι και να μην ήμασταν εμείς έτοιμοι για μία τόσο “ομαλή” διαδρομή, αλλά η απόφαση να επισπεύσουμε το ταξίδι μας πάρθηκε σύντομα και ήταν ομόφωνη: θα πηγαίναμε κατευθείαν στο Μοντεβιδέο κι από εκεί, ξανά στην Αργεντινή.
Στήριξε το ταξίδι μας
Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!
Κάνε μια μικρή συνεισφορά
Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.
ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!Και να που το Μοντεβιδέο ήταν μια ευχάριστη έκπληξη! Η πρωτεύουσα της χώρας, είχε ένα ύφος ιδιαίτερο, που την έκανε μοναδική. Φυσικά, το κόστος της διαμονής ήταν έξω από τα όριά μας κι επειδή η οικονομική λύση των 16κλινων κοιτώνων δεν είναι του γούστου μας, τελικά καταφύγαμε στο Airbnb και νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στο διαμέρισμα κάποιου ντόπιου. Κάπως έτσι λοιπόν, αποκτήσαμε τις καλύτερες αναμνήσεις από το Μοντεβιδέο. Ο Σαντίνο, ο οικοδεσπότης μας και η οικογένειά του μας υποδέχτηκαν σαν να ήμασταν φίλοι από παλιά. Μας πρότειναν τα πιο ενδιαφέροντα μέρη της πόλης τους, μιλήσαμε για τον πολιτισμό, την ιστορία και τη ζωή στην μικρή λατινοαμερικάνικη χώρα, φάγαμε την νοστιμότατη πίτσα που μας έφτιαξε με τα χεράκια του ο Σαντίνο, ήπιαμε, γελάσαμε...
Και να που το Μοντεβιδέο ήταν μια ευχάριστη έκπληξη!
Μια βδομάδα περάσαμε στο Μοντεβιδέο. Περπατήσαμε στις μποέμικες γειτονιές, στο κέντρο, στην παλιά πόλη (casco antiguo), στην παραλιακή Rambla – τον ατέλειωτο πεζόδρομο πλάι στο νερό, βγάλαμε μερικές εκατοντάδες φωτογραφίες στην υπαίθρια κυριακάτικη αγορά “Tristán Narvaja” χαζεύοντας τις αντίκες... Όμως, η κορυφαία ίσως στιγμή ήταν όταν ο Σαντίνο μας πληροφόρησε πως το διαμέρισμά του βρισκόταν ακριβώς μπροστά στον δρόμο όπου πραγματοποιούνται οι ξακουστές llamadas – οι μουσικές παρελάσεις με τα χορευτικά δρώμενα υπό τον ξεσηκωτικό ρυθμό του candombe. Είχαμε τη μοναδική τύχη να παρακολουθήσουμε μια από τις σημαντικότερες εκφράσεις της αφρο-ουρουγουανικής κληρονομιάς του Μοντεβιδέο να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας και να μας παρασέρνει στην ένταση του ρυθμού της!
Είχε έρθει όμως η στιγμή ν' αφήσουμε πίσω μας το Μοντεβιδέο. Επόμενος προορισμός μας ήταν η Κολόνια ντελ Σακραμέντο, η παλιά πόλη με τη γραφική ιστορική γειτονιά, μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Όταν φτάσαμε στην πόλη, συνειδητοποιήσαμε πως, ναι μεν ήταν όντως πανέμορφη, αλλά μάλλον λίγο πιο τουριστική απ' όσο θα θέλαμε. Έτσι, μετά από μια γρήγορη βόλτα στα στενά της, συνεχίσαμε προς τα σύνορα (Fray Bentos). Απολαύσαμε ένα τελευταίο βράδυ στη σκηνή μας έξω από ένα μικρό χωριό, χαζεύοντας τον Ρίο ντε λα Πλάτα και στο βάθος τα αχνά φώτα του Μπουένος Άιρες. Την επόμενη μέρα θα ξαναβρισκόμασταν στην Αργεντινή...
Συνεχίζεται...
Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;
Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!