Βολιβία (Ποτοσί & Σούκρε)

worldvespaΤαξίδιΣχολίασε

Μέχρι να πάρουμε την τελική απόφαση και ν’ αφήσουμε πίσω μας το απόκοσμο τοπίο της Salar de Uyuni, είχε ήδη μεσημεριάσει. Στην καθυστερημένη μας αναχώρηση έπαιξε ρόλο και το γεγονός πως μετά από δυο μέρες που οι ροδίτσες της βέσπας κυλούσαν σε αλάτι, χρειαζόταν λίγο πλύσιμο ώστε να μη σκουριάσει τελείως! Είπαμε λοιπόν, να ξεκινήσουμε για το Ποτοσί και πριν νυχτώσει να βρούμε κάποιο μέρος να διανυκτερεύσουμε, ώστε να φτάσουμε στον προορισμό μας την επόμενη μέρα χωρίς βιασύνες. Αυτό το μέρος βρέθηκε κοντά στο χωριό Pulacayo. Ακολουθήσαμε έναν χωματόδρομο και βρεθήκαμε σ’ ένα σχετικά απομακρυσμένο μέρος όπου αποφασίσαμε να στήσουμε τη σκηνή.

 

Τη στιγμή που η σκηνή ήταν έτοιμη και η συζήτηση είχε στραφεί προς το μενού της μέρας, κάναμε μια όχι τόσο ευχάριστη διαπίστωση: το μέρος που επιλέξαμε ήταν η χωματερή του χωριού! Δε νομίζω να υπάρχει άλλη τόσο καθαρή χωματερή! Προφανώς ήταν καινούρια γιατί ο λάκκος που βρισκόταν κάποια μέτρα μακριά μας ήταν σχεδόν άδειος και το τοπίο δε φαινόταν καθόλου “ανθυγιεινό”. Άλλωστε, η θερμοκρασία ήταν τόσο χαμηλή που δε θα επέτρεπε σε πολλά μικρόβια να επιβιώσουν εκεί πάνω. Ελεύθερο κάμπινγκ σε χωματερή λοιπόν!

Στήριξε το ταξίδι μας

Έστω κι 1€ μπορεί να μας κρατήσει στο δρόμο για παραπάνω καιρό και να μας βοηθήσει να μοιραστούμε περισσότερες ιστορίες!

Κάνε μια μικρή συνεισφορά

Αν σου αρέσουν οι ιστορίες μας, οι φωτογραφίες και τα βίντεό μας, μπορείς να μας βοηθήσεις να συνεχίσουμε.

ΜΠΕΣ ΣΤΟ WORLDVESPA CREW!

Η διαδρομή προς το Ποτοσί την επόμενη μέρα ήταν πολύ όμορφη. Το τοπίο εξακολουθούσε να είναι άνυδρο και το υψόμετρο πολύ υψηλό κι αυτός ο συνδυασμός ήταν ο ιδανικός για να φυτρώνουν διάφοροι κάκτοι κι άγνωστα σ’ εμάς δέντρα, καθώς επίσης και για να βόσκουν πολυάριθμα λάμα. Όσα λάμα κι αν συναντήσαμε στο δρόμο δε βαρεθήκαμε να τα φωτογραφίζουμε, αφού η κωμική τους όψη σε κάθε περίπτωση μας διασκέδαζε (Εντάξει, παραδέχομαι πως φάγαμε κάμποσα στο πέρασμά μας από τη Βολιβία, αλλά ήταν νόστιμα τα άτιμα!).

Αρκετά χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στην πόλη του Ποτοσί, φάνηκε πως η περιοχή βρισκόταν σε αναβρασμό. Ο δρόμος σε πολλά σημεία ήταν “πασπαλισμένος” με πέτρες διαφόρων μεγεθών και πάνω στην άσφαλτο, κυρίως κοντά σε οικισμούς, υπήρχαν αποκαΐδια. Το βασικότερο στοιχείο όμως, ήταν πως στο δρόμο ήμαστε ολομόναχοι. Κανένα άλλο όχημα δεν περνούσε. Είχαμε ακούσει στο ραδιόφωνο πως η περιοχή δεν ήταν ασφαλής και πως βίαιες συγκρούσεις είχαν προηγηθεί τις τελευταίες 3 περίπου εβδομάδες. Δεν πιστεύαμε ωστόσο πως θα κινδυνεύαμε, αν προσπαθούσαμε να περάσουμε σεβόμενοι τους ανθρώπους και τον αγώνα τους. Τα διόδια πριν την πόλη ήταν ανοιχτά και στο κουβούκλιο υπήρχαν μερικοί απεργοί που, αφού μας ρώτησαν την εθνικότητά μας, μας άφησαν να συνεχίσουμε. Τώρα πια, οι πέτρες και τα διάφορα εμπόδια στον δρόμο είχαν πληθύνει και σε λίγα χιλιόμετρα ο δρόμος έκλεισε τελείως από ένα λεωφορείο που ήταν παρκαρισμένο κάθετα στα δυο ρεύματα κυκλοφορίας. Κάναμε έναν μικρό ελιγμό, το προσπεράσαμε κι αμέσως μετά σταματήσαμε για να μιλήσουμε με τους απεργούς που ήταν μαζεμένοι εκεί.

Μόλις μας είδαν, φυσικά έδειξαν ενδιαφέρον, αλλά καθόλου επιθετική διάθεση. Τους είπαμε ποιοι είμαστε και τί κάνουμε και τους ρωτήσαμε για τον αγώνα τους. Όλοι τους στο συγκεκριμένο μπλόκο ήταν εργάτες στα ορυχεία της περιοχής. Το Ποτοσί άλλωστε είναι γνωστό για τα κάποτε πλούσια κοιτάσματα του σε ασήμι. Μιλήσαμε λίγο για την Ελλάδα και τη Βολιβία. Γέλασαν αρκετά όταν τους εξηγήσαμε πως ταξιδεύουμε πάνω σ’ αυτό το μικρό μηχανάκι και μας διαβεβαίωσαν πως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας και πως μπορούμε να πάμε στην πόλη. Αφού τους χαιρετίσαμε και τους ευχηθήκαμε “καλή τύχη” στον αγώνα τους, πήραμε τον ανήφορο για το Ποτοσί. Το φίλτρο αέρα της βέσπας είχε βγει από πολύ νωρίς την προηγούμενη μέρα, όταν άρχισε η ανάβαση, οπότε θεωρήσαμε πως θα είναι εύκολο ν’ ανηφορίσουμε προς την πόλη. Βέβαια, τα διάφορα σχοινιά και άλλα αντικείμενα που είχαν χρησιμοποιηθεί ως οδοφράγματα, ανάγκασαν εμένα να περπατάω και τον συμπλέκτη της βέσπας ν’ αποκτήσει μια μυρωδιά καμένου…

Είχαμε διαβάσει για το πολύβουο και χρωματιστό Ποτοσί, με το έντονο χρώμα και την παραδοσιακή αγορά του, με τη χαοτική κίνηση στους δρόμους και τις εκατοντάδες μικροπωλητών. Η εικόνα που αντικρίσαμε εμείς, ήταν τελείως διαφορετική. Στους δρόμους δεν υπήρχε ούτε ένα όχημα, τα καταστήματα ήταν ολόκλειστα και μόνο πεζοί περπατούσαν στα πιο κεντρικά σημεία της πόλης. Ολόκληρη η πόλη απεργούσε! Κάναμε μια βόλτα στην πόλη ψάχνοντας κατάλυμα και μας έκανε εντύπωση πως ακόμη και κάποιοι ξενώνες αρνήθηκαν ευγενικά να μας εξυπηρετήσουν, εξηγώντας μας πως απεργούν. Σύντομα βρήκαμε ένα δωμάτιο και ξεκινήσαμε να γνωρίσουμε την πόλη υπό αυτές τις “ειδικές” συνθήκες. Πιο μαζική κινητοποίηση πολιτών δεν είχαμε ξανασυναντήσει. Οι δημόσιες υπηρεσίες ερμητικά κλειστές. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, το ίδιο. Σχολεία, πανεπιστήμια…όλα κλειδαμπαρωμένα και οι κάτοικοι στους δρόμους σε συνεχείς συνελεύσεις! Ζητούσαν τριτοβάθμια φροντίδα υγείας για το νοσοκομείο της πόλης, κατασκευή διεθνούς αεροδρομίου και οργάνωση τσιμεντοβιομηχανίας στην περιοχή. Υποσχέσεις που είχαν λάβει τα τελευταία χρόνια. Χωρίς ωστόσο να πραγματοποιηθούν.

Περιπλανηθήκαμε στους βρώμικους δρόμους της πόλης και προσπαθήσαμε να βρούμε τα σημάδια εκείνα που θα έδειχναν πως κάποιοι κάτοικοι διαφωνούν, πως αντιδρούν με όποιον τρόπο στις κινητοποιήσεις. Δε συναντήσαμε κάτι τέτοιο, ή τελοσπάντων, ήταν μια μειοψηφία που εμείς δεν καταφέραμε να συναντήσουμε. Σύντομα, συντονιστήκαμε με το απεργιακό πρόγραμμα καταστημάτων: 11.00-13.00 ήταν ανοιχτή η αγορά για να μπορεί κανείς να προμηθευτεί κάποια τρόφιμα και το απόγευμα, στους κεντρικούς δρόμους της πόλης μερικές γυναίκες πουλούσαν κάποια βασικά αγαθά – κυρίως λαχανικά, ψωμί και τυρί. Εστιατόρια, καφετέριες και κάθε τέτοιου τύπου καταστήματα: κλειδωμένα. Χαρήκαμε πολύ που γνωρίσαμε την πόλη του Ποτοσί υπό τέτοιες συνθήκες και που καταφέραμε να έχουμε μια εικόνα που κανένα μέσο δεν έδειχνε. Η οργή του κόσμου υπήρχε, αλλά όχι αναίτια κι όχι προς τον οποιονδήποτε. Οι βίαιες αντιδράσεις – που υπήρχαν – στόχευαν προς την αστυνομική καταστολή και τους τοπικούς άρχοντες.

Μετά από τέσσερεις μέρες στο Ποτοσί, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε. Ρωτώντας πού θα βρούμε βενζίνη, γνωρίσαμε έναν ευγενέστατο άνθρωπο που έβγαλε απ’ τη δική του μοτοσυκλέτα και μας έδωσε το δυσεύρετο, εκείνο το διάστημα, καύσιμο! Η περιπέτεια ξεκίνησε στην έξοδο της πόλης, όπου υπεύθυνες για την κίνηση στο δρόμο ήταν οι γυναίκες κάτοικοι. Μια αρκετά εύσωμη κυρία μέσης ηλικίας με την παραδοσιακή της φορεσιά και τις μακριές της πλεξούδες, μας έφραξε αγριεμένη το δρόμο, κραδαίνοντας ένα μπαστούνι κι απειλώντας πως θα μας χτυπήσει! Φυσικά σταματήσαμε και προσπαθήσαμε να της εξηγήσουμε πως σαφώς και πήραμε άδεια για να μπούμε στην πόλη από τους απεργούς που βρίσκονταν στην είσοδο και πως ούτως ή άλλως είναι αδύνατο να μπει κανείς στο Ποτοσί χωρίς να σταματήσει στα οδοφράγματα. Η αγριεμένη κυρία, ήταν και κάπως μπερδεμένη…οι εντολές ήταν σαφείς: να μην περάσει κανείς! Αυτό που μάλλον δεν είχε καταλάβει καλά, ήταν πως δεν έπρεπε να περάσει κανείς ΠΡΟΣ την πόλη κι όχι ΑΠΟ την πόλη! Τελικά, με την αρωγή μιας νεαρής κοπέλας, που ήθελε να εξασκήσει και λίγο τα αγγλικά της προς τους τουρίστες, η αγριεμένη κυρία μας άφησε, προειδοποιώντας μας όμως για τους αμείλικτους απεργούς μεταλλωρύχους που θα μας χτυπούσαν και θα μας έσκαγαν τα λάστιχα 5 χιλιόμετρα πιο κάτω! Το αστείο της υπόθεσης ήταν πως όχι μόνο δε μας απείλησαν οι μεταλλωρύχοι, αλλά μας βοήθησαν να περάσουμε κι από ένα ψηλό χωμάτινο οδόφραγμα! Όλοι χαμογελαστοί, με ενδιαφέρον να μας πουν για τον αγώνα τους. Ήμασταν άλλωστε μάλλον οι μοναδικοί ξένοι που πέρασαν εκείνο το μήνα από την πόλη, οπότε ίσως οι άνθρωποι να ενδιαφέρονταν να μιλήσουν σε κάποιον που να μην ήταν δημοσιογράφος ή απεσταλμένος κάποιου φορέα. Από εκείνη τη μέρα και μετά, το μόνο που με φόβιζε στη Βολιβία ήταν οι εύσωμες μεσήλικες κυρίες με τις μακριές πλεξούδες…κι όχι πάντα άδικα!

Το στοιχείο του μη προβλέψιμου και του αναπάντεχου, μας συνόδεψε από την πρώτη έως και την τελευταία μας μέρα σ’ αυτή τη χώρα. Η επόμενη εκπληξούλα λοιπόν, ήταν τα καύσιμα! Φυσικά και δεν υπήρχαν γι’ αρκετά χιλιόμετρα. Τα βενζινάδικα λόγω των μπλόκων στους δρόμους είχαν “στεγνώσει” και το ίδιο κόντευε να συμβεί και στη βέσπα. Σε κάποια κατηφορικά σημεία μάλιστα, ο Στέργιος χρησιμοποίησε και το παλιό καλό κόλπο “σβήνω τον κινητήρα και κατρακυλάω”! Το πρώτο βενζινάδικο που βρήκαμε ανοιχτό έχοντας πλησιάσει πια στην πόλη Σούκρε, φάνταζε σαν όαση σε έρημο – μέχρι που πλησίασα κρατώντας το μπιτόνι. Εκεί, άκουσα για πρώτη φορά την κλασσική απάντηση που θ’ άκουγα σχεδόν σε κάθε βενζινάδικο όσες φορές χρειαστήκαμε βενζίνη στη Βολιβία: “Δε μπορούμε να σας πουλήσουμε βενζίνη”! Εξηγούμαι: βάσει νόμου, τα καύσιμα πωλούνται αρκετά φθηνά στη Βολιβία, μόνο στους ντόπιους. Οι ξένοι οφείλουν να προμηθεύονται καύσιμα από πρατήρια που έχουν την ειδική άδεια πώλησης σε ξένους και η τιμή τους είναι τριπλάσια! Αυτά τα βενζινάδικα είναι λίγα κι ακόμη πιο λίγη είναι και η διάθεσή μας να πληρώνουμε τη βενζίνη 1,30ευρώ. Άρα, είτε παρακαλάς τον υπάλληλο αγκαλιά με το μπιτόνι σου κι έχοντας αφήσει το όχημα σου πολύ μακριά απ’ το βενζινάδικο, είτε παρακαλάς έναν ντόπιο να πάει με το μπιτόνι σου και ν’ αγοράσει αυτός αντί για ‘σένα βενζίνη, είτε πληρώνεις πανάκριβα τη βενζίνη όντας ξένος και σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς να λάβεις την ανάλογη απόδειξη για το ποσό που πλήρωσες – προφανώς σε κάποια “λάθος” τσέπη μπαίνει! Ίσως η προμήθεια βενζίνης να ήταν το μοναδικό αρνητικό στοιχείο που βρήκαμε σ’ αυτή τη χώρα…

Σ'ΑΡΕΣΕΙ Η ΒΟΛΤΑ;

Αγόρασε κάτι απ' τα ψιψιψόνια μας και δώσε μας μερικά παραπάνω χιλιόμετρα!

 

Με λίγα παρακάλια κι εξηγήσεις πως δεν έχουμε σταγόνα και πως δε θα καταφέρουμε να φτάσουμε στο Σούκρε, η ευγενική υπάλληλος ¨κρύφτηκε” πίσω απ’ την αντλία με το μπιτόνι και μου το έφερε πίσω γεμάτο – ευτυχώς χρεώνοντας με τη χαμηλή τιμή. Σύντομα μπήκαμε στο Σούκρε λοιπόν! Η πόλη αυτή ήταν τελείως διαφορετική από το Ποτοσί – μιλώ πάντα για το κέντρο, γιατί τα φτωχά προάστια ήταν σχεδόν παντού παρόμοια. Τα κτήρια του κέντρου ήταν πέτρινα, λευκά και η αποικιοκρατική αρχιτεκτονική ήταν κυρίαρχη. Βρήκαμε έναν όμορφο ξενώνα κι αποφασίσαμε να περάσουμε λίγες μέρες εκεί. Πρώτο μας μέλημα ήταν να βρούμε την υπηρεσία του τελωνίου και να επεκτείνουμε την άδεια κυκλοφορίας της βέσπας. Στην υπηρεσία όλα πήγαν καλά, χωρίς εκπλήξεις και μυστηριώδεις χρεώσεις, όμως φεύγοντας απ’ τον ξενώνα το πρωί, η βέσπα ανεβαίνοντας ένα σκαλάκι το κοπάνησε ελαφρώς κι έσπασε ένα κομμάτι απ’ τον αρμό στη γωνία του. Η υπάλληλος του ξενώνα (εύσωμη Βολιβιανή με παραδοσιακές πλεξούδες), αγριεμένη μας είπε πως θα έπρεπε να καλέσει εργάτη και να πληρώσει ακριβά τη ζημιά…Αμ δε! Με μια γρήγορη ματιά, είδα πως στα περισσότερα σκαλάκια του κτηρίου υπήρχαν σπασίματα και μάλλον η κυρία ήθελε να μας τρομάξει ή να μας χρεώσει έξτρα – εντάξει, δικό μας το λάθος και θα το διορθώναμε, αλλά όχι κι ολόκληρο μεροκάματο για ένα μερεμετάκι. Μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο λοιπόν, τη διαβεβαιώσαμε πως θα το επισκευάσουμε εμείς. Μάλλον δε μας πίστεψε, αλλά όταν την ίδια κιόλας μέρα προμηθευτήκαμε τα απαραίτητα υλικά και καταπιαστήκαμε με το μερεμέτι, έμεινε να κοιτά άναυδη και ίσως ελαφρώς απογοητευμένη αφού η δουλειά έγινε, το σκαλάκι επισκευάστηκε (και ήταν καλύτερο από πριν) και πια δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για να μας ζητήσει έξτρα χρήματα!

Τέρμα όμως με τις δυσάρεστες εκπλήξεις! Το Σούκρε το λατρέψαμε για όλες τις ευχάριστες εκπλήξεις που ακολούθησαν! Περίπου 10 μέρες περιπλανηθήκαμε στους δρόμους του, φωτογραφίσαμε τον παλμό του και…φάγαμε σχεδόν όλα τα είδη “street food” που θα μπορούσαμε να φάμε! Α, κι αυτή τη φορά χωρίς ούτε μία δηλητηρίαση! Το καλύτερο μέρος για μας ήταν η αγορά. Η δημοτική αγορά της πόλης Σούκρε δε μπορεί να συγκριθεί με άλλη – τουλάχιστον με όσες είδαμε στη Βολιβία! Ήμι-υπαίθρια, καταλαμβάνει το χώρο ενός οικοδομικού τετραγώνου και είναι τέλεια χωρισμένη σε τομείς ανάλογα με τα προϊόντα που πωλούνται. Περάσαμε πολλές ώρες σ’ αυτή την αγορά. Το πρωί ήταν η ιδανική ώρα για φρούτα και λαχανικά ή ίσως ακόμη και για φρέσκο κρέας. Κατά συντριπτική πλειοψηφία βρίσκονταν γυναίκες πίσω από τους πάγκους που, καθώς ήταν ξεκούραστες ακόμη από την ολοήμερη βάρδια, ήταν πρόθυμες να λύσουν όλες μας τις απορίες για τα περίεργα, εξωτικά φρούτα που απλώνονταν μπροστά τους (βέβαια, ο φόβος για τις εύσωμες Βολιβιανές κυρίες με τις μακριές πλεξούδες επιβεβαιώθηκε γι’ ακόμη μια φορά, όταν ο Στέργιος έπεσε θύμα επίθεσης μιας πωλήτριας κρέατος που, νομίζοντας πως θα την φωτογραφίσει, αντί να του πει “όχι”, προτίμησε να του πετάξει υπολείμματα χαλασμένων κρεάτων…Ας πέταγε τουλάχιστον καμιά συκωταριά να την κάνουμε κρασάτη!).

Η βόλτα μας στην αγορά όμως, κάθε άλλο παρά φωτογραφική ήταν! Προς το μεσημέρι, κι αφού περνούσαμε απ’ τον τομέα με τα αρτοσκευάσματα για να πάρουμε ψωμί, σειρά είχε ο πρώτος όροφος της αγοράς: “Comida Tradicional” – παραδοσιακή κουζίνα, έγραφε η πινακίδα με το βελάκι που έδειχνε προς τα πάνω. Εκεί, οι γυναίκες μαγείρευαν κάθε μέρα κάποιες σπιτικές, παραδοσιακές βολιβιάνικες συνταγές. Οι μυρωδιές, οι γεύσεις και τα χαμόγελα τους, έκαναν δύσκολη την απόφασή μας ποια να επιλέξουμε! Άλλος ένας παράγοντας που μας έκανε τόσο συχνούς πελάτες στην αγορά, ήταν και οι τιμές: ένα πλήρες γεύμα με σούπα και κυρίως πιάτο μπορεί να κόστιζε έως 2.5ευρώ! Κεφτεδάκια, λουκάνικα (που παραδόξως έμοιαζαν με ελληνικά χωριάτικα), πικάντικα κοκκινιστά κρέατα…όλα στη διάθεσή μας κι επαναλαμβάνω: χωρίς καμία στομαχική παρενέργεια! Η κορύφωση της καθημερινής μας επίσκεψης στην αγορά όμως, ερχόταν μετά το μεσημεριανό γεύμα: Στο ισόγειο, περιμετρικά ενός αιθρίου, βρίσκονταν οι πάγκοι με τους χυμούς και τις φρουτοσαλάτες. Νεότερες ή μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες σκαρφαλωμένες σε πάγκους αρκετά υπερυψωμένους, πίσω από βουναλάκια φρέσκων φρούτων, έφτιαχναν χυμούς και φρουτοσαλάτες από φρούτα που δεν είχαμε ξαναδοκιμάσει! Φρούτα όπως η “chirimoya”, η “maracuya”, η “carambola” μαζί με τις πιο γνωστές σ’ εμάς παπάγιες και “ταπεινά” καρπούζια, πεπόνια και φράουλες, αποτελούσαν πια καθημερινή διατροφική συνήθεια!

Η νυχτερινή περιπλάνηση στην πόλη δεν ήταν και πολύ διαφορετική: βραδινή αγορά, αυτή τη φορά με σαντουιτσάκια, χάμπουργκερ, διάφορα πιτάκια και…κομμάτι τούρτας στο δρόμο! Τεράστιες τούρτες πωλούνταν σε υπαίθριους πάγκους με το κομμάτι! Τα γενέθλιά μου πλησίαζαν και είχα ήδη αποφασίσει πώς θα τα γιορτάσω: με τούρτα “του δρόμου” φυσικά! Όταν πέρασε μια βδομάδα γαστρονομικής και φωτογραφικής περιπλάνησης στο Σούκρε, συνειδητοποιήσαμε πως έπρεπε να φύγουμε και μάλιστα τρέχοντας! Αν μέναμε κι άλλο στην πόλη αυτή, το πιθανότερο ήταν να μη μπορούσε η βέσπα να σηκώσει το βάρος μας πια…Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε να φύγουμε. Το εγχείρημα εξόδου από το Σούκρε αποδείχτηκε όχι τόσο εύκολο, αφού τη μέρα που αποφασίσαμε να φύγουμε, ξεκινούσαν οι ετήσιοι εορτασμοί για την ανεξαρτησία της Βολιβίας: ένα 3ήμερο κλειστών δρόμων, παρελάσεων, χορών και κοσμοσυρροής! Ακόμη σιγοσφυρίζουμε το εμβατήριο που προτιμούσε να παίζει η μπάντα του στρατού…το γνωρίζαμε καλά από το Ουγιούνι. Η μπάντα τότε, έκανε τις πρόβες της κάπου πολύ κοντά στο χόστελ που μέναμε. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών στο Σούκρε το ακούσαμε αμέτρητες φορές – περίπου όσες το είχαμε ακούσει και στο Ουγιούνι. Διαλέξαμε την τελευταία μέρα των εορτασμών για να φύγουμε. Είχαμε μελετήσει ποιοι δρόμοι θα ήταν κλειστοί και θα φεύγαμε τότε για ν’ αποφύγουμε την κίνηση και την απέραντη ταλαιπωρία του καημένου συμπλέκτη που κόντευε να καεί από τις απότομες ανηφόρες. Τα καταφέραμε! Μετά από έναν τσακωμό με τον υπάλληλο πρατηρίου που ήθελε να μας πουλήσει βενζίνη στη “διεθνή” – τριπλάσια τιμή χωρίς απόδειξη, ήμασταν εφοδιασμένοι για το επόμενο κομμάτι του ταξιδιού μας: το χωριό La Higuera, το μέρος όπου αιχμαλωτίστηκε κι εκτελέστηκε ο Che…

* Κάπου εδώ, καλό θα ήταν να κάνουμε μια εκτενή αναφορά στους 2 ταξιδιώτες που μας έδωσαν ένα σωρό ιδέες, πληροφορίες και μπόλικη έμπνευση για το πέρασμά μας από τη Βολιβία – κι όχι μόνο! Πρόκειται για τον Γιάννη και την Έλενα από την Ελλάδα, που έκαναν το ταξίδι τους καβάλα σε μια BMW GS800 πριν περίπου 3 χρόνια. Απ’ το μπλογκ του Γιάννη, αλλά κι απ’ τον ίδιο αντλήσαμε πολύτιμες πληροφορίες και λεπτομέρειες για την κατάσταση των δρόμων, τις πόλεις και τα χωριά, αλλά και για το εξαιρετικά σημαντικό για το βεσπάκι μας υψόμετρο σε κάθε διαδρομή! Οι γλαφυρές – αλλά ταυτόχρονα ισορροπημένες περιγραφές του μας βοήθησαν ν’ αποφασίσουμε να περάσουμε από τη διαδρομή με τις λίμνες – που άλλοι προσπαθούσαν να μας αποτρέψουν και είναι “υπεύθυνες” και για τις υπέροχες μέρες που περάσαμε στο χωριό “La Higuera”. Επίσης, οι υπέροχες φωτογραφίες στο μπλογκ της Έλενας μας “ιντρίγκαραν” και μας έκαναν να θέλουμε να δούμε με τα μάτια μας αυτά τα τοπία! Παιδιά ευχαριστούμε! Δείτε τα μπλογκ τους εδώ: roadspirit.wordpress.com, latrismixanis.wordpress.com

Next PostPrevious Post

Διάβασε το βιβλίο μας

About us

worldvespa

Facebook Twitter

Είμαστε ο Στέργιος και η Αλεξάνδρα και γυρίζουμε τον κόσμο με τη βέσπα μας. 6 χρόνια τώρα ταξιδεύουμε στην Αφρική & τη Νότια Αμερική και συνεχίζουμε. Διάβασε το βιβλίο μας: "Ρύζι και Χώμα: Ένα ταξίδι με βέσπα στην Αφρική"

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *